Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ

Έρχονται σε μια στιγμή που είσαι χαλαρός. Ζόμπι απ' τα παλιά. Σιχαμερά όντα που κάποτε έκανες -βλακωδώς- παρέα.
Χωρίς να τους καλέσεις, χωρίς να τους επιθυμήσεις, έτσι αυθαίρετα.
Για να πουν έναν προβαρισμένο μονόλογο γεμάτο από προσεκτικά μελετημένες στιγμές της ασήμαντης ζωούλας τους, νομίζοντας ότι θα σου τραβήξουν το ενδιαφέρον.
Και το μόνο σκίρτημα είναι μια ενόχληση και ένα ανακάτεμα στο στομάχι. Ανταποδίδεις κουρασμένα και βαριεστημένα μερικά αόρατα πειράγματα, αλλά είσαι σε μια πραγματικά καλή προσωπική στιγμή, σε έχουν διακόψει και σκέφτεσαι μόνο -με ταχύτητα φωτός- το μέγεθος του θράσους, κι έτσι δεν παρατηρείς σωστά τους πιθανούς υπαινιγμούς, ούτε και εκμεταλλεύεσαι τις χασμωδίες στη διήγηση, κάνεις αγώνα να μη ρίξεις μπινελίκια και μπούφλες.
Κι αναρωτιέσαι μόνο γιατί το σκουλήκι ήρθε να σ' ενοχλήσει, δεν υπήρχε λόγος, δεν το αναζητάς, η έκπληξη και η ενόχληση, η αμηχανία και ο θυμός κάπου φαίνονται. Αλλά το κωλοπετσωμένο σιχαματάκι, κάνει πως δεν τα βλέπει. Και σου χαλάει τη διάθεση. Μπορεί και όχι ιδιαίτερα...Δεν μπορείς να καθαρίσεις τον τόπο από τα μικρά, ύπουλα σκατά τα σπαρμένα δεξιά κι αριστερά. Μόνο τη μπόχα να αποφύγεις.
Μου διηγήθηκε την εμπειρία του ένας φίλος και σας τη μεταφέρω.