...με τσίγκλισε η φιλενάδα η Θεσσαλονικιά, ότι λέει τεμπελιάζω, λέει, και βάνω βίδεα, λέει, κι άμα την πιάκω και την ξεμαλλιάσω θα της πω εγώ τι θα πει τεμπελιά, αλλά τελοσπάντων, δεν την κουτσομπολεύω περισσότερο διότι εγώ τις φιλίες μου τις τιμάω, θα σας πω άλλη φορά, που θα λείπει η στέλλα@ τι ράμματα έχω για τη γούνα της (sic).
Λοιπόν, έβλεπα σήμερα αξημέρωτα, ένεκα είμαστε και της αυπνίας, ένα ντοκυμανταίρ για το Αφγανιστάν, όπου ένας μουλάς, όχι ο γκαβο-Ομάρ, άλλος, είχε μια γυναίκα εικοσιενός, χρονώ και ήδη θα έκανε το τρίτο παιδί (ασχολίαστο). Μένανε το λοιπόν σε ένα σπίτι που ήταν ένα με το βράχο -διότι ΗΤΑΝ βράχος- σαν το 'χε χτίσει στη Μύκονο ο Μπαρμπαλιάς (όχι του Κοντολάζου βρε ζώα, ο αρχιτέκτονας που κάνει τα χρυσά και τα γκράν στη Βασ. Σοφίας, ου να μου χαθείτε μούσκαροι) για πολυτελείς κατοικίες σε αρμουνία με τον περιβάλλοντα χώρο και περικαλώ ένεκα η αρμουνία 300.οοο ευρώ το τετραγωνικό φιλική τιμή -σε άλλους θα ανεβάσω το κασέ. Τελοσπάντων, ο μουλάς που έμενε στον Λε Κορμπυζιέ βράχο (με το συμπάθειο, πάω να σφεντονιάσω το περιστέρι που κλωσσάει ένα ρημάδι αυγό δυό μήνες -κροκόδειλας θα βγει;- και γκαρίζει απ' έξω, κι έρχομαι).....πήρε τη γυναίκα του με το γαιδούρι και την πήγε στου διαόλου το τυρί, στο νοσοκομείο. Έλεγε η μαύρη θα πεθάνω, δεν είμαι καλά, έλεγε ο καθίκης, δεν έχεις τίποτα, να σε δούνε λίγο και φέυγουμε, έχω δουλειές, και ασυνόδευτη δε μένεις να μου λερώσεις το κούτελο (εκεί απάνω τα ΄χα πάρει, κι ήθελα με ένα ούζι να περιποιηθώ επισταμένως το κούτελο του μουλά Σκατέα Λαφαζαγιάντ, αλλά τελοσπάντων, είμαι και ειρηνιστής τύπος), έρχεται ο γιατρός, έχει φυματίωση, λέει, η κυρία, να μείνει τρεις μερούλες, θα γίνει καλά και φεύγετε. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα ο μουλάρας, την πήρε τη γυναικούλα κι έφυγε.
Αγράμματες όλες, τους λέγανε οι μουλάδες να καθόσαστε στον άντρα σας βρέξει χιονίσει αλλιώς θα σας πέσουνε κατάρες, και διάφορα τέτοια, που παρεκτός κι αν ο Θεός είναι λιγούρι, σαδιστής και πολύ σεξιστής, αποκλείεται να τα παράγγειλε στον άπλυτο, ξεδοντιάρη το σίχαμα της Οικουμένης που ήθελε και γυναίκα, που να του φυτρώσουνε και στον κώλο κέρατα του ηλίθιου.
Τεσπά, απ' το μουλά, έπιασα μετά, έναν καφέ και κουλουράκια, και τη σκέψη για τη χώρα αυτή και το πώς ορίζει τη διαφορά της απ' το μουλαδοαφγανιστάν που είναι και ρετρο-κουλέρ λοκάλ και κουρέλ-λοκάλ καθότι ρημαγμένο.
Τεσπά, εδώ δε φοράνε μπούρκες τα θήλεα, απόδειξη της ελευθερίας, η τσοντοΠετρούλα. Το κέρατο, οι αμβλώσεις, είναι ελέυθερα
και για τους ανύπαντρους πλέον, ενώ μέχρι πρότινος αυτές τις ελευθερίες απολάμβαναν ανεδοίαστα οι παντρεμένοι, γι' αυτό παντρευόσαντε: για να κάνουνε γνωριμίες. Έπειτα οι γυναίκες πάνε σκολείο, απόδειξη οι μεγάλες μορφές που αποτελούν υπόδειγμα σκέψης, η Λούκα Κατσέλη, η Μαρία Δαμανάκη, η Βάσω Παπανδρέου, η Παρθένα Φουντουκίδου, η Φάνη Σούπα-Μούπες και άλλα αναλόγου διαμετρήματος βλήματα. Επίσης άλλες κυρίες, δε θα πω ονόματα, που μετράνε την καριέρα πουλί-πουλί (πώς λέμε πίτσα με το μέτρο, άμα τα βάλεις το ένα πίσω απ' τ΄άλλο, φτάνεις στο φεγγάρι).
Κατά τα λοιπά, η χώραετούτη, είναι διαλυμένη ανεπίτρεπτα -διότι το Αφγανιστάν είναι κατσικοχώρια all over, σε εμφύλιο, και πολεμάνε και με οχτρούς τα τελευταία 160 χρόνια. Εδώ η αναξιότητα, οι απαρχαιωμένοι θεσμοί, η αναξιοκρατία, η ανοησία, η βλαχιά και η αμορφωσιά δεν έχουν δικαιολογία. Κι αυτή η κυβέρνηση είναι πιθανότατα η πλέον αποτυχημένη και άθλια των τελευταίων δεκαετιών. Άνανδρη, δειλή, τεμπέλικη, κηφηνοσκουλικιάρα, διέλυσε όσα είχε ήδη καταφάει το προηγούμενο σαράκι.
Και μη μου πει κανείς περί ισότητας και αξιοκρατίας!!! Άθλια σεξιστική είναι η ελληνική κοινωνία, και βρίσκει ο κάθε καρμίρης και τα κάνει, διότι οι γυναίκες, παρά το ξεβράκωμα και τους γκόμενους, παραμένουν άξεστες νότιες, αγράμματες, δειλές, παθητικές, παρακλητικές, υποχωρητικές που θα καθόντουσαν σε οποιοδήποτε γουρούνι λόγω έλλειψης προσόντων. Αλλά δεν είναι πλέον μουστακωτές, κάνουνε χαλάβουα.
Δεν ήξερα ρε πούστη μου όταν έλεγα ότι θα κάνω καριέρα ότι θα έπρεπε να πάρω ό,τι περισσέψει απ' τα παιδιά, συγγενολόγια κλπ., όσων τα βόλεψαν τα άχρηστα πριν βγουν στη σύνταξη, ότι θα έπρεπε να κινηθώ μέσω της παραοικονομίας και της μίζας (12-20%), ότι η λύση θα ήτανε το κρεβάτι του κομματικού σύντροφου ή του επιχειρηματία του όποιου οργανισμού, ή οι παρέες με άθλιους σαραντα-πενηντα-εξήνταφεύγα σαλιάρηδες και πικραμένες καταπηδημένες με σιχαμένο λεξιλόγιο και κουνήματα σαν περιθωριακή αρτίστα στα γεροντάματα. Η άλλη λύση βεβαίως, είναι η συνηθέστερη: προσκολλάσαι σε κάποιο παράσιτο, παρασιτικά. Το εξυπηρετείς, το διασκεδάζεις, και ελπίζεις στην εύνοιά του και στη συμπάθειά του. Υπομένεις και μισείς. Μισείς και υπομένεις. Η παρουσία σου γίνεται αντιληπτή έμμεσα, καθότι είσαι ο ακόλουθος του "μεγάλου". Η σκιά. Ο υπηρέτης που τρώει τα μαμούνια, όπως στο Δράκουλα. Δεν έχεις φωνή, παρά όσο σου το επιτρέπουν. Κάποια στιγμή "σκοτώνεις" τον ευεργέτη, στα γεράματα, ή σε κάποια κλειστή στροφή, και βγάζεις το κεντρί σου σαν τη σφήκα, στη γύρα, αυτόνομος κηφήνας με απωθημένα που ούτε μια ζωή ψυχανάλυσης δεν τα διαλύει. Μπορεί και να μην το φας τον αφεντικό σου, εξαρτάται απ' το συμφέρον. Μπορεί να τρως εσαεί πουλώντας τη μνήμη του, το έργο του, τις αναμνήσεις. Τίποτα απ' αυτά δε χρειάζεται να είναι σημαντικό. Αρκεί να πουλιέται. Αλλιώς σκατά να φάει ο κερατάς, ευτυχώς πρόλαβες και βολεύτηκες.