...και απέναντι επακριβώς απ' το παλουκάρι με τη φουστίτσα α λα Ζωζώ Σαπουντζάκη (ήμαρτον, αλλά πέντε φορές τουλάχιστον, έχω πιάσει τον αρχιφρουρό/λοχία/σμηνία/πώς στο διάλοτονλένε, να φτιάχνει τη φουντίτσα του φεσιού και τα κουμπάκια της "Ζωζώς", ύπαγε οπίσω μου σατανά), υπάρχει ένα κάγκελο (όχι του φίλτατου μάλερ@) , του Αβραμόπουλου -αν θυμάστε τον λαμπρό καράβλαχο πολιτικό. Το υπό συζήτηξιν κάγκελο, έχει από καιρού εις καιρόν και άνοιγμα διά να διέρχονται οι ρομαντικοί διαβάται που πάνε στον κήπο για βόλτα, και στο Ζάππειο διά ψωνιστήριον.
Σε ένα από τα εν λογω ανοίγματα που κάνουν τα κάγκελα να ομοιάζουν με τσατσάρα με σπασμένα δόντια, ή στο πιο τραγικό με στόμα πρεζονιού, ή στο πιο γκροτέσκο με στόμα πελάτη της Πάνια, εις μαλάκας είχε παρκάρει την BMW του, το κινγκ-σάιζ μοντέλο, απ' αυτά που θα μείνουνε στοκ από δω και στο εξής λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών στον πλανήτη Γη (στον πλανήτη Αρχιμαλάκας πάλι, ουδεμία ανησυχία υπάρχει).
Ήθελα να περάσω από κει, και να μην κατέβω άλλα 20 μέτρα να βρω το επόμενο άνοιγμα, καθότι έχω ένα κόλλημα με τη Μάγκνα Κάρτα και το Χαμπεας Κόρπους και τα δικαιώματα του πολίτη, και περίμενα με το κλειδί ανά χείρας, να του χαράξω δυό φωνήεντα του ελληνάρα, και αγριοκοίταζα και τριγύρω να δω το πλαουκάρι από πού θα εμφανιστεί, πού 'χε και τα αλάρμ αναμμένα (τύπου "μισό, έρχομαι"). Ουδείς ερχόταν όμως, διότι η σωφεράντζα προφανώς δεν είχε βρεί το γέρο έτοιμο, έπρεπε να του αλλάξει και πάνα, οπότε να πάει, σου λέει, να γ...εί ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Λέω κάτσε να ενοχλήσω τα ελληνικά στρατά με το βύσμα -τουλάχιστον. Πάνω που πάω να σφυρίξω στη Ζωζώ απέναντι, παρουσιάζονται δυο χαμηλοκώλικα γκομενάκια με χαμηλοκάβαλα παντελόνια (έλεος!), και μακρύ μαλλί αφάνα ψιλοήμο, λάικες, χάλια, και μάλλον την πέφτουνε στο φρουρό ή του λένε για κάποιο φανταράκι και τι ώρα σκολάει. Ο φρουρός που έφτιαχνε τη φούντα της Ζωζώς, έγραψε τον υπόλοιπο κόσμο και βάλθηκε να γαμπρίσει. Λέω ωραία, τυχερός είσαι που ο θείος μου ο στρατηγός δε ζει, στον Έβρο θα τελείωνες τη θητεία, να κοιτάς τις πάπιες απ' το παρατηρητήριο, αλλά θα σε φτιάξω τσατσάκι του κερατά, και είσαι και κακάσχημο. Πάνω λοιπόν που ήτανε στο να σας δείξω τα μπράτσα μου, να σας δείξω τα μούσκουλα, να σας δείξω το στρατόπεδο Καποτά, του βάζω μια φωνή από απέναντι, "εσείς! ε εσείς!" (σαν τη Μανταλένα "άλλος με τη βάρκα", αλλά στο απέραντα πιο σπασαρχίδικο). Γυρνάει, αμάν σου λέει εν ώρα υπηρεσίας γκομενίζω, με βλέπει, α καλά δεν έγινε τίποτα. Του ξαναφωνάζω κανά-δυό φορές, μπραφ τα γκομενάκια, ξενερώσανε, είχα αρχίσει να διασκεδάζω και να ξεχνάω τη φάση με το αυτοκίνητο (τρόπον τινά, διότι πήρα φωτο και θα τις ανεβάσω αύριο).
Του κάνω λοιπόν τσαντισμένη με παντομίμα "τι είναι αυτό το αυτοκίνητο, ποιανού, κι έλα να κάνεις κάτι". Με τέτοιο μίσος με κοίταξε, και με τόση χαρά μου είπε "πού να ξέρω, δεν ξέρω τίποτα" ο ανεγκέφαλος -σου λέει να μου χαλάσει τα σορόπια η καρακάξα επειδή βαριέται να πάει δυό μέτρα πιο κάτω- που μέσα μου χάρηκα in retrospect για όλες τις συγκεντρώσεις/συζητήσεις/ομιλίες που έχω πάει κατά του τσατσόστρατου.
Σε ένα από τα εν λογω ανοίγματα που κάνουν τα κάγκελα να ομοιάζουν με τσατσάρα με σπασμένα δόντια, ή στο πιο τραγικό με στόμα πρεζονιού, ή στο πιο γκροτέσκο με στόμα πελάτη της Πάνια, εις μαλάκας είχε παρκάρει την BMW του, το κινγκ-σάιζ μοντέλο, απ' αυτά που θα μείνουνε στοκ από δω και στο εξής λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών στον πλανήτη Γη (στον πλανήτη Αρχιμαλάκας πάλι, ουδεμία ανησυχία υπάρχει).
Ήθελα να περάσω από κει, και να μην κατέβω άλλα 20 μέτρα να βρω το επόμενο άνοιγμα, καθότι έχω ένα κόλλημα με τη Μάγκνα Κάρτα και το Χαμπεας Κόρπους και τα δικαιώματα του πολίτη, και περίμενα με το κλειδί ανά χείρας, να του χαράξω δυό φωνήεντα του ελληνάρα, και αγριοκοίταζα και τριγύρω να δω το πλαουκάρι από πού θα εμφανιστεί, πού 'χε και τα αλάρμ αναμμένα (τύπου "μισό, έρχομαι"). Ουδείς ερχόταν όμως, διότι η σωφεράντζα προφανώς δεν είχε βρεί το γέρο έτοιμο, έπρεπε να του αλλάξει και πάνα, οπότε να πάει, σου λέει, να γ...εί ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Λέω κάτσε να ενοχλήσω τα ελληνικά στρατά με το βύσμα -τουλάχιστον. Πάνω που πάω να σφυρίξω στη Ζωζώ απέναντι, παρουσιάζονται δυο χαμηλοκώλικα γκομενάκια με χαμηλοκάβαλα παντελόνια (έλεος!), και μακρύ μαλλί αφάνα ψιλοήμο, λάικες, χάλια, και μάλλον την πέφτουνε στο φρουρό ή του λένε για κάποιο φανταράκι και τι ώρα σκολάει. Ο φρουρός που έφτιαχνε τη φούντα της Ζωζώς, έγραψε τον υπόλοιπο κόσμο και βάλθηκε να γαμπρίσει. Λέω ωραία, τυχερός είσαι που ο θείος μου ο στρατηγός δε ζει, στον Έβρο θα τελείωνες τη θητεία, να κοιτάς τις πάπιες απ' το παρατηρητήριο, αλλά θα σε φτιάξω τσατσάκι του κερατά, και είσαι και κακάσχημο. Πάνω λοιπόν που ήτανε στο να σας δείξω τα μπράτσα μου, να σας δείξω τα μούσκουλα, να σας δείξω το στρατόπεδο Καποτά, του βάζω μια φωνή από απέναντι, "εσείς! ε εσείς!" (σαν τη Μανταλένα "άλλος με τη βάρκα", αλλά στο απέραντα πιο σπασαρχίδικο). Γυρνάει, αμάν σου λέει εν ώρα υπηρεσίας γκομενίζω, με βλέπει, α καλά δεν έγινε τίποτα. Του ξαναφωνάζω κανά-δυό φορές, μπραφ τα γκομενάκια, ξενερώσανε, είχα αρχίσει να διασκεδάζω και να ξεχνάω τη φάση με το αυτοκίνητο (τρόπον τινά, διότι πήρα φωτο και θα τις ανεβάσω αύριο).
Του κάνω λοιπόν τσαντισμένη με παντομίμα "τι είναι αυτό το αυτοκίνητο, ποιανού, κι έλα να κάνεις κάτι". Με τέτοιο μίσος με κοίταξε, και με τόση χαρά μου είπε "πού να ξέρω, δεν ξέρω τίποτα" ο ανεγκέφαλος -σου λέει να μου χαλάσει τα σορόπια η καρακάξα επειδή βαριέται να πάει δυό μέτρα πιο κάτω- που μέσα μου χάρηκα in retrospect για όλες τις συγκεντρώσεις/συζητήσεις/ομιλίες που έχω πάει κατά του τσατσόστρατου.