Bazaar Χριστουγεννιάτικο και για καλό σκοπό.
Ζάππειο, Σάββατο βράδυ. Απόγευμα, αλλά είχε ήδη σκοτεινιάσει, άρα λαμβάνω το θάρρος να το πω βράδυ -ποιητική αδεία.
Βιβλία, κοσμήματα, φω τα περισσότερα, ή απλά ασημένια, στολιστιλά για τα δέντρα, σπιτικά φαγιά και μαρμελάδες, ρούχα, παιχνίδια και χαμόγελα. Όλα καλά.
Επίσης, ένα φουαγιέ για τους κουρασμένους κουβαλητές με καφέ, αναψυκτικά, φαγιά και γλυκά, τραπεζάκια και καρέκλες -το όλον πολύ παραδοσιακό και ωραίο.
Ξάφνου, με μια λοξή ματιά για να ξεκουραστώ απ' το άρλεκιν που επιδεικτικά διάβαζα -ψέμματα λέω, Σασά Γκιτρύ διάβαζα, έχω χρόνια να διαβάσω άρλεκιν- βλέπω ένα καφέ κοτιλέ (κορντουρόυ για τους αγγλομαθείς), στο σχήμα ενός κώλου χαμηλοπεσμένου και αντιπαθούς, που χωνόταν στα ψωμάκια τα από κάτω με θαυμαστή σύμπνοια και ηττοπάθεια.
Παπούτσια αθλητικά ακριβά, μάλλον τα είχε συμβουλέψει ή τα είχε ξεπατικώσει από φίλο γκέι που έκανε τον ενημερωμένο στα μοδιτικά, κι από πάνω το σούργελο, ταγάρι κακόγουστο, που απεγνωσμένα ήθελε το κακό γούστο να το κάνει στυλ.
Ναι, το παραδέχομαι, ποιά είμαι εγώ που θα μιλήσω, τρώω ταραμοσαλάτα με μήλο, φοράω κίτρινα λεμονιά με πράσινο παπαγαλί Ασίξ και κόκκινη κάλτσα με καρδούλες, ή κόκκινη κάλτσα με αστεράκια, ή μπλε κάλτσα με μπλε ελεκτρίκ σκέδια, ή...το πιάκατε το υπονοούμενο. Αλλά εδώ μιλάμε η κυρία ήταν βλάχα μεγατόνων, κατίνα (με την κακή έννοια), δήθεν, ανασφαλής και ανειλικρινής, οπότε και ολα απάνω της ξέρναγαν το χάλι. Συνεχίζω όμως αντικειμενικά γιατί δε μ' αρέσει και να κατηγορώ. Πάω προς τα πάνω λοιπόν, και βλέπω μια 50 φεύγα, που δεν είναι η ωραία εκκεντρική, να φοράει το μαλλί όπως οι φαλακροί με τη χωρίστρα, να 'χει έρθει το πίσω μπρος, όρθιο, κι ένα χτενάκι στα μαλλιά -που 'λεγε κι ο Μίκης (Μάους) στο Μαουτχάουζεν. Λέω μέσα μου, θα περιμένω να δω ποιό ν' τούτο το τρολλ. Και βλέπω, δε θα πω ονόματα, θα θίξω αλλιώς τις υπολήψεις, κυρία, κοντινή του πρώτου ζεύγους της χώρας, που εφημερίδα την κατονόμαζε παλιότερα ως την πρώτη γλυψιματία και κουβαλήτρα των ψωνιών και σακκουλών της πρώτης κυρίας, φίλη γνωστού μουσικού, και σκηνοθέτη που κάνει μεγάλες παραγωγές όπως η Μιμή Ντενίση.
Ακολουθούμενη από δυό, μια γριά και μια ημίγρια. Η γριά είχε παραδεχτεί που ήταν γριά, η ημίγρια το πάλευε, εξ ού και η κλάρα στο σακκάκι. Βλαχάρες περιωπής και οι τρεις, φαντάζομαι η μια σόι, ενδεχομένως η διάσημη της παρέας (sic) να τις εξαφάνιζε άμα εμφανιζόταν στον καλό κόσμο. Έχει υποφέρει ο πολιτισμός απ' την κυρούλα αυτή...(Είναι όπως στη Χαρτοπαίχτρα: μπα που να μου χαθείς, κι εδώ με κυνηγάς; -το ρήμα εν εύρεία εννοία).
Σκουφά, μεσημέρι. Κοντά στην χυδαία πλατεία. Όχι ψέματα. Κανάρη, στη στάση των ελεοφωρείων. Ξεπαρκάρει ένας Νίκυ Λάουντας, έρχεται μερσεντέ με γκόμενα μέσα, η οποία ήτο αφανής, ένεκα ο τζάμης ο φυμές, παρκάρει σαν τον οδηγό του Λάκυ λουτσιάνο σε δευτερόλεπτα, εκεί όπου ούτε Ζούνταπ δεν έμπαινε, πάω να χειροκροτήσω, θυμάμαι ότι κρατάω ευπαθή προιόντα, και το βουλώνω. Περιμένω να δω το τζιμάνι. Και βγαίνει ένα σκυλί! μα ένα σκυλί! Αλύχταγε τις νύχτες! Τσουπωτή, έτσι στυλ αγύμναστη Μπεζαντάκου, μαλλί ξανθό αφύσικο, σιδερωμένο, όχι μικρή, ποσώς μα ποσώς, αλλά μποτοξωμένη, με τιγρέ ζακέτα (μούγκριζε το ζώο απ' τη ντροπή του που το φόραγε η μουλάρα), και μποτάκι κάτω απ' το γόνατο ελαστικό λεοπάρ. Το καημένο το δέρμα, ενώ βρισκόταν έξω απ' το πόδι και τύλιγε το πόδι, ήταν σαν του 'χαν κάνει κεφαλοκλέιδωμα και να μην ανάσαιναν οι βούλες. Ασφυξία η λεοπάρδαλη. Ήθελε ο γαστροκνήμιος ένα νούμερο μεγαλύτερο, ένα ποδάρι ζώου δέρμα ακόμα -για να σας δώκω να το καταλάβετε. Και δε φτάνει που αργόσβηνε και βόγκαγε το αιλουροειδές γύρω απ' τη γάμπα, από κάτω, το έρημο το δέρμα το 'χανε στερεώσει πάνω σε δύο μυτούλες, βελονίτσες τακουνάκια, με την ελπίδα ότι θα τα φορέσει κάποια που μαζί με τα ρούχα θα ζυγίζει το πολύ 50 κιλά. Και ζύγιζε καμμιά εικοσαριά παραπάνω το μαστόδοντο. Και είναι ανηφόρα η Κανάρη. Αχ, σαν να 'χε γύψο στα πόδια πήγαινε το καημένο το σκυλάκι. Και ασθμαίνοντας σαν αμαξοστοιχία που καίει κοκ. Έφτυσε τόσο καυσαέριο η σκευοφόρος, που κοντέψαμε να πάμε από νόσο του πνεύμονα.
Είναι και η Μοιραράκη σαν τον γιοκοζούνα Ασασορίου (αν βλέπετε σούμο), αλλά φοράει τακούνια 4X4, και πατάει γερά στη γη, ή στα νεφρά του Χασάν άμα δεν κουνάει κατά πως πρέπει τα χαλιά.
Τελοσπάντων, η πλατεία είχε πολύ κόσμο σήμερα, δεν προλαβαίνω να τα βάλω όλα στο χαρτί. Είχε κοζμοσυρροή, ακόμη και στο συνήθως ημιάδειο μαγαζί στο οποίο μέχρι πρόσφατα έκανε κουμάντο (μπορεί να κάνει ακόμα) ο Λα-Πάς και η κόρη του.
Πάω να διαβάσω Μπλεκ συλλεκτικό τεύχον (μα τις χίλιες αρκούδες χωρίς κέρατα, θα τους νικήσουμε τους Άγγλους καθηγητά, σας το ορκίζομαι, εγώ ο Μπλεκ, μα τους δέκα κάστορες χωρίς δόντια, μα τα χίλια ελάφια χωρίς βούλες/ Ρόντυ, κράτα αυτά τα δυό τσακάλια, μας πρόδωσαν στο φρούραρχο για τρεις χιλιάδες λίρες/ εκεί στο ξέφωτο βλέπω ίχνη από τους ινδιάνους Παλιομπόχα. Ευτυχώς είναι ειρηνική φυλή, μα τους δέκα βρωμερούς ασβούς).