Τις μέρες που εφημερεύει ο Ευαγγελισμός και δέχονται και οι γιατροί στα πέριξ της Μαρασλή, γίνεται το αδιαχώρητο. Φορτηγά, η τηλεόραση (άμα κανάς διάσημος έχει πάθει αεροφαγία), λεωφορεία, πεζοί, τσιγγάνοι με όλο (μα ΟΛΟ) το σόι, και φυσικά ιδιωτικά αυτοκίνητα, πάντα με δύο άτομα μέσα: τον Ελληνάρα και τη μάνα του.
Πόσες γριές συρρέουν στους γιατρούς του Κολωνακίου...Η ατάκα γκανιάν είναι: κάτσε ρε μάνα μια στιγμή σου λέω να πάω να παρκάρω κι έρχομαι. Ποτέ όμως δεν κάθεται η γριά, γιατί της είχανε πει να μην κάθεται έκθετη σε γωνίες, θα την πειράξουνε τ' αγόρια, προπολεμικά, και της έγινε συνήθειο (άμα ήθελε να την πειράξουν τ' αγόρια, πήγαινε αλλού.) έτσι βλέπει κανείς μουτρωμένες γριές, όλες με κάτι γυαλιά πατομπούκαλα, έχουνε έρθει στον οφθαλμίατρο για καταρράκτη -δεν το συζητώ.
Η νύφη στο σπίτι, που επιτέλους την ξεφορτώθηκε, προφανώς θα εύχεται να κάνει λάθος ο γιατρός στην εγχείρηση και το λέιζερ να την κάνει τη γριέτζω φωτορυθμικό: να μπαίνει ο προβολέας απ' τη μια και να βγαίνει απ' την άλλη του κρανίου πλευρά. Ο γιός όμως -μάνα μου είναι ρε Λίτσα, τι θες να κάνω;- έχει αγωνία στο βλέμμα: το παρκάρισμα, ο παράνομος δεσμός με άλλη που μοιάζει του Λιτσάκι όπως ήτανε προς 20ετίας και βάλε, που στο φινάλε προτιμάει με τη γριά στον οφθαλμίατρο γιατί γλύτωσε λίγο απ' τη Λίτσα...Τι σκέφτεται η γριά, άβυσσος η ψυχή της...Μπορεί ότι τώρα που θα κάνει τα λέιζερ και άμα της πέσει κι η πίεση, θα κατσικώνεται πιο συχνά στις κυριακάτικες εξόδους κατά Βάρη μεριά, έτσι για να βλέπει, γεράκι μετά την εγχείρηση, τις μουράκλες της νύφης της και να φχαριστιέται.
Comments, texts about what is happening on TV, the arts and society. Feel free to visit, comment, agree or disagree.
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007
Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007
Ο ΜΑΛΑΚΑΣ
Εκτός από μπλόγκερ είμαι και μητέρα (της Καλλιστούς).
Πήρα λοιπόν το παιδάκι μου να το πάω βόλτα χθες το βράδυ, κι εκεί που ανηφορίζαμε προς τα γιαπιά του Μεγάρου Μουσικής, λίγο πριν, έπρεπε να διασχίσουμε ένα κάθετο δρομάκι. Αν δεν πηγαίναμε ακριβώς ευθεία, θα βγαίναμε στη Βασ Σοφίας, όπου γινόταν της κακομοίρας. Ανάβει το φαναράκι, ξεκινάω με το μωράκι. Μόνο που ένας μαλάκας, με πινακίδες ΙΖΤ 9291, με Άουντι, είχε παρκάρει το καθήκι ακριβώς στο άνοιγμα των κάγκελων. Το φανάρι γίνεται κόκκινο, κι εγώ βρίσκομαι με το μωρό στο έλεος των αυτοκινήτων της βασ σοφίας και του κάθετου δρόμου!
Δεν είχα τίποτα αιχμηρό να του χαρακώσω το αμάξι του μαλάκα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, και δεν υπήρχε ούτε ένας κωλόμπατσος να φωνάξω για να καταγγείλω τον ελληνάρα, το γύφτο, το καθήκι.
Πήρα λοιπόν το μωρό με το καρότσι, ανηφορίσαμε, ενώ έκανα τον τροχονόμο στα αμάξια εγώ, μέχρι να βρω άνοιγμα για να ανεβούμε στο πεζοδρόμιο.
Πήρα φωτογραφίες του αμαξιού του ζώου, αλλά δεν μου τις ανεβάζει το σύστημα στο μπλογκ. Θα ξαναπροσπαθήσω, και λέω να τις ποστάρω και στο δήμαρχο και στην τροχαία. Αν ξέρετε ακριβώς πού πρέπει να τις στείλω, πείτε μου. Δεν είναι το μόνο καθήκι, αλλά δεν πειράζει, απ' το ντιπ κι ολότελα...
Ελπίζω το κωλάμαξο να του το πάρει η τράπεζα λόγω μη εξόφλησης των δόσεων, και να πάρει πατίνι ο βλάχος.
Πήρα λοιπόν το παιδάκι μου να το πάω βόλτα χθες το βράδυ, κι εκεί που ανηφορίζαμε προς τα γιαπιά του Μεγάρου Μουσικής, λίγο πριν, έπρεπε να διασχίσουμε ένα κάθετο δρομάκι. Αν δεν πηγαίναμε ακριβώς ευθεία, θα βγαίναμε στη Βασ Σοφίας, όπου γινόταν της κακομοίρας. Ανάβει το φαναράκι, ξεκινάω με το μωράκι. Μόνο που ένας μαλάκας, με πινακίδες ΙΖΤ 9291, με Άουντι, είχε παρκάρει το καθήκι ακριβώς στο άνοιγμα των κάγκελων. Το φανάρι γίνεται κόκκινο, κι εγώ βρίσκομαι με το μωρό στο έλεος των αυτοκινήτων της βασ σοφίας και του κάθετου δρόμου!
Δεν είχα τίποτα αιχμηρό να του χαρακώσω το αμάξι του μαλάκα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, και δεν υπήρχε ούτε ένας κωλόμπατσος να φωνάξω για να καταγγείλω τον ελληνάρα, το γύφτο, το καθήκι.
Πήρα λοιπόν το μωρό με το καρότσι, ανηφορίσαμε, ενώ έκανα τον τροχονόμο στα αμάξια εγώ, μέχρι να βρω άνοιγμα για να ανεβούμε στο πεζοδρόμιο.
Πήρα φωτογραφίες του αμαξιού του ζώου, αλλά δεν μου τις ανεβάζει το σύστημα στο μπλογκ. Θα ξαναπροσπαθήσω, και λέω να τις ποστάρω και στο δήμαρχο και στην τροχαία. Αν ξέρετε ακριβώς πού πρέπει να τις στείλω, πείτε μου. Δεν είναι το μόνο καθήκι, αλλά δεν πειράζει, απ' το ντιπ κι ολότελα...
Ελπίζω το κωλάμαξο να του το πάρει η τράπεζα λόγω μη εξόφλησης των δόσεων, και να πάρει πατίνι ο βλάχος.
Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007
ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ, Ο ΑΥΤΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (εναλ/κός τίτλος: ΟΙ ΕΞΙΣΩΜΕΝΕΣ)
Πονάει ο Γιώργος (Αφτχιάς) με το συνταξιοδοτικό των γυναικών και την εξίσωση. Γιατί η γυναίκα είναι και μάνα και καθαρίζει, ζυμώνει ψωμί και δικαιούται να λιμέρνει τα νύχια έτσι και τη διορίζουνε στο δημόσιο, διότι μετά την περιμένει σκληρή δουλειά στο σπίτι. Φιλοξενεί λοιπόν σε απευθείας και αποκλειστικές συνδέσεις τις επιτροπές σοφών (μα καλά μόνοι τους βρίσκουν αυτά τα ονόματα; Σιγά τους σοφούς! κάτι γεράκλες μάτσο είναι) και τις εκπροσώπους των κατινουπαλλήλων, για να εκθέσει τις απόψεις στο κοινό. Και σαν πονηρή αλεπουδίτσα, λαικίζει κιόλας στο πλευρό όλων και μην πει κακό για κανέναν το φτωχόπαιδο, δείχνοντας το δρόμο για την επιτυχία, όπως τον είπε άλλωστε πρώτο το σαλιγκάρι (Πώς έφτασε εκεί ψηλά; -Γλύφοντας, έρποντας και με τα κέρατά μου...)
Όλες οι σιχαμένες μικροαστές που βασανίζονται με το όνειρο ενός σκρίνιου ρουστίκ (!) και λυσσάνε από κακία έτσι και χρειαστεί να κάνουν τη δουλειά τους, όλα τα σιχάματα που διορίστηκαν στο δημόσιο με τη λογική της επιτρεπόμενης για "κορίτσα" και λάιτ εργασίας "κατάλληλης για γυναίκες", εναλλακτική λύση της δασκάλας (ω, ναι!) γιατί ήταν ξεκούραστη, (αν εξαιρέσει κανείς το πλέξιμο που όσο να πεις έχει ένα σασπένς καλή-ανάποδη, καλή-ανάποδη), μειωμένο ωράριο, καθόλου προσόντα και πρόωρη συνταξιοδότηση (για να πρήξεις τα παιδιά σου και να το παίξεις πεθερά).
Εξίσωση ορίων ΤΩΡΑ! Για να σφίξουν οι κώλοι χωρίς γυμναστήρια και περιττά έξοδα! Και να υπάρχει επιτροπή που θα ελέγχει την απόδοση και θα στέλνει σπίτι τους τους άχρηστους (θα ερημώσει το Δημόσιο βέβαια)...
Επίσης: τα πλεκτά των υπαλλήλων να πωλούνται σε μπαζάρ γαι ζωόφιλους (δηλαδή φίλους των διορισμένων και εξισωμένων), και τα σταυρόλεξα, να γίνεται διαγωνισμός κι όποιος γελοίος (δηλ. εξισωμένος) λύσει τα περισσότερα, να εκτίθεται σε δημόσιο μούτζωμα, και τα έργα του μαζί με των φυλακισμένων στο σύλλογο ο Άγιος Ονήσιμος.
Όλες οι σιχαμένες μικροαστές που βασανίζονται με το όνειρο ενός σκρίνιου ρουστίκ (!) και λυσσάνε από κακία έτσι και χρειαστεί να κάνουν τη δουλειά τους, όλα τα σιχάματα που διορίστηκαν στο δημόσιο με τη λογική της επιτρεπόμενης για "κορίτσα" και λάιτ εργασίας "κατάλληλης για γυναίκες", εναλλακτική λύση της δασκάλας (ω, ναι!) γιατί ήταν ξεκούραστη, (αν εξαιρέσει κανείς το πλέξιμο που όσο να πεις έχει ένα σασπένς καλή-ανάποδη, καλή-ανάποδη), μειωμένο ωράριο, καθόλου προσόντα και πρόωρη συνταξιοδότηση (για να πρήξεις τα παιδιά σου και να το παίξεις πεθερά).
Εξίσωση ορίων ΤΩΡΑ! Για να σφίξουν οι κώλοι χωρίς γυμναστήρια και περιττά έξοδα! Και να υπάρχει επιτροπή που θα ελέγχει την απόδοση και θα στέλνει σπίτι τους τους άχρηστους (θα ερημώσει το Δημόσιο βέβαια)...
Επίσης: τα πλεκτά των υπαλλήλων να πωλούνται σε μπαζάρ γαι ζωόφιλους (δηλαδή φίλους των διορισμένων και εξισωμένων), και τα σταυρόλεξα, να γίνεται διαγωνισμός κι όποιος γελοίος (δηλ. εξισωμένος) λύσει τα περισσότερα, να εκτίθεται σε δημόσιο μούτζωμα, και τα έργα του μαζί με των φυλακισμένων στο σύλλογο ο Άγιος Ονήσιμος.
Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007
ΦΙΔΕΣ ΚΑΣΤΡΟ
Το αν ζει ή πέθανε ο Φιδές (πλέον) Κάστρο, είναι ένα θέμα τόσο μπανάλ, όσο και το μαύρισμα του Τζωρτζ Χάμιλτον, ή τα τραγούδια του Χούλιο Ιγκλέσιας. Έτσι κι αλλιώς, αξιοθέατο έχει καταντήσει, που το φωτογραφίζουν με τους επίσημους επισκέπτες για να μη γίνει άρον-άρον η Κούβα ένας μικρός τουριστικός παράδεισος όπως όλα τα γύρω νησιά.
Το αλτσχάιμερ, η γεροντίλα, βοούν επάνω του και δεν έχει -χα!- το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας να παραιτηθεί. Θα καταλήξει προφανώς στα σκουπίδια της ιστορίας, ως η ταφόπλακά της όποιας/κάποιας επανάστασης. Βασίλεψε όπως όλοι οι όμοιοί του με συγγενείς και πρωτοξάδερφα στην εξουσία.
Α, και βαρέθηκα το easy living της Κούβας, και τους χορευταράδες τους κατοίκους.
Χόρευε και πήδα να σου περνάει η πείνα...
Το αλτσχάιμερ, η γεροντίλα, βοούν επάνω του και δεν έχει -χα!- το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας να παραιτηθεί. Θα καταλήξει προφανώς στα σκουπίδια της ιστορίας, ως η ταφόπλακά της όποιας/κάποιας επανάστασης. Βασίλεψε όπως όλοι οι όμοιοί του με συγγενείς και πρωτοξάδερφα στην εξουσία.
Α, και βαρέθηκα το easy living της Κούβας, και τους χορευταράδες τους κατοίκους.
Χόρευε και πήδα να σου περνάει η πείνα...
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007
ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΕΙΝ' ΕΔΩ, ΜΕ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΕΚΑΤΟ
Ωραία η πολυφωνία, κάκιστη η ξεφτίλα. Κι εννοώ αυτούς που έχουνε βγει παγανιά να μαζέψουνε κουκιά για το Γιώργο σε τηλεοράσεις και όπου αλλού τελοσπάντων. Αυτό το παιδί επειδή δεν ξέρει καμμιά δουλειά, βάλθηκε σώνει και καλά να κυβερνήσει...
Δεν είναι αργά για σεμινάρια του ΟΑΕΔ, για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, για τη διά βίου εκπαίδευση. Γιατί να παιδεύεται με το κόμμα του μπαμπά;
Είχε μια παραξενιά ο Αντρέας. Να το δεχτώ, διότι ήταν κι άλλες εποχές. Σου λέει λοιπόν ο οικονομολόγος, γιός του μπαμπά μου είμαι, εκ Πελοποννήσου ορμώμενος είμαι, τσίφτης και καραμπουζουκλής είμαι, δε μπορεί κάνω και για πρωθυπουργός. Με κανά -δυό γελοίους από κοντά, θα δείχνω ακόμα καλύτερος. Θα πλαισιωθώ και από γκόμεναι, θα 'μαι κι ο πρώτος. Ίδιος ο Φλωρινιώτης στην πολυθρόνα της Εμμανουέλας με χρυσοντυμένες τις χορεύτριες του κέντρου.
Το παιδί του όμως που δεν ξέρει να βγάλει τα μάτια του τι θέλει κι ανακατεύεται με την πολιτική και μάλιστα ως αρχηγός; Να πάει να κάτσει στα θρανία, βου και α, βα, μου και α μα και πάει λέγοντας, να μάθει την τύφλα του πρώτα. Τι φωνάζει το Λαλιώτη δηλαδή ως άλλος Ανδρέας, "παιδί μου κέρδισέ μου τας εκλογάς διότι εγώ βαρύνομαι";...
Εδώ τόσες καταστροφές εκμεταλλέυτηκε, τόση δημαγωγία έριξε στο προεκλογικό παιχνίδι΄, και πάλι μαύρο δαγκωτό έφαγε. Δεν είναι αρκετό για να πάρει το μήνυμα; Τι στο καλό; Συνδεδεμένος ακόμα με το υπερπέραν είναι; Με τον Αντρέα; Ακόμα τα 'κουσες πατέρα θα γίνω ο τρίτος ένδοξος Παπανδρέου, λέει;
Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά βγαίνει και η Δήμητρα και λέει τον καλό της το λόγο για τον υπό διωγμόν αρχηγό της δεύτερης εκλογικής ήττας...Εμ ξεχνιέται η βίλλα Μινέικο και η μαμά Μαργαρίτα πρώτο τραπέζι πίστα δίπλα στον τεζαρισμένο αρχηγό; Για να μην πει κανείς και για την πολιτική καριέρα που έκλεισε πριν ξεκινήσει...Δηλαδή η Ράπτη και η Καιλή, η Φωφάρα και η Καλατζάκου είναι καλύτερες; σκέφτεται η γυναίκα. Σκυλιά με δέκα στρώσεις μεικ-απ και θεό το Ρέμο, συν μηδέν απόμηδέν μηδέν από μυαλό, αλλά επιδέξια σόγια και ηλίθιους ψηφοφόρους.
Ηλίθιους ψηφοφόρους που σκέφτονται όπως οι θαμώνες των λαικοακριβών καφέ της παραλιακής -που είναι και μέσα στη μύγα και την κακή εξυπηρέτηση σα να 'χουν μεταπηδήσει απ' το '70- ότι ψηφίζοντας Ραπτοκαιλή κάνουν προχωρημένο γκομενολάιφ-στάιλ, ή ψηφίζοντας Φωφάρα συνεχίζουν την ταγαροκατάσταση του Βαλκάνιου ΠΑΣΟΚ του '80.
Δεν είναι αργά για σεμινάρια του ΟΑΕΔ, για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, για τη διά βίου εκπαίδευση. Γιατί να παιδεύεται με το κόμμα του μπαμπά;
Είχε μια παραξενιά ο Αντρέας. Να το δεχτώ, διότι ήταν κι άλλες εποχές. Σου λέει λοιπόν ο οικονομολόγος, γιός του μπαμπά μου είμαι, εκ Πελοποννήσου ορμώμενος είμαι, τσίφτης και καραμπουζουκλής είμαι, δε μπορεί κάνω και για πρωθυπουργός. Με κανά -δυό γελοίους από κοντά, θα δείχνω ακόμα καλύτερος. Θα πλαισιωθώ και από γκόμεναι, θα 'μαι κι ο πρώτος. Ίδιος ο Φλωρινιώτης στην πολυθρόνα της Εμμανουέλας με χρυσοντυμένες τις χορεύτριες του κέντρου.
Το παιδί του όμως που δεν ξέρει να βγάλει τα μάτια του τι θέλει κι ανακατεύεται με την πολιτική και μάλιστα ως αρχηγός; Να πάει να κάτσει στα θρανία, βου και α, βα, μου και α μα και πάει λέγοντας, να μάθει την τύφλα του πρώτα. Τι φωνάζει το Λαλιώτη δηλαδή ως άλλος Ανδρέας, "παιδί μου κέρδισέ μου τας εκλογάς διότι εγώ βαρύνομαι";...
Εδώ τόσες καταστροφές εκμεταλλέυτηκε, τόση δημαγωγία έριξε στο προεκλογικό παιχνίδι΄, και πάλι μαύρο δαγκωτό έφαγε. Δεν είναι αρκετό για να πάρει το μήνυμα; Τι στο καλό; Συνδεδεμένος ακόμα με το υπερπέραν είναι; Με τον Αντρέα; Ακόμα τα 'κουσες πατέρα θα γίνω ο τρίτος ένδοξος Παπανδρέου, λέει;
Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά βγαίνει και η Δήμητρα και λέει τον καλό της το λόγο για τον υπό διωγμόν αρχηγό της δεύτερης εκλογικής ήττας...Εμ ξεχνιέται η βίλλα Μινέικο και η μαμά Μαργαρίτα πρώτο τραπέζι πίστα δίπλα στον τεζαρισμένο αρχηγό; Για να μην πει κανείς και για την πολιτική καριέρα που έκλεισε πριν ξεκινήσει...Δηλαδή η Ράπτη και η Καιλή, η Φωφάρα και η Καλατζάκου είναι καλύτερες; σκέφτεται η γυναίκα. Σκυλιά με δέκα στρώσεις μεικ-απ και θεό το Ρέμο, συν μηδέν απόμηδέν μηδέν από μυαλό, αλλά επιδέξια σόγια και ηλίθιους ψηφοφόρους.
Ηλίθιους ψηφοφόρους που σκέφτονται όπως οι θαμώνες των λαικοακριβών καφέ της παραλιακής -που είναι και μέσα στη μύγα και την κακή εξυπηρέτηση σα να 'χουν μεταπηδήσει απ' το '70- ότι ψηφίζοντας Ραπτοκαιλή κάνουν προχωρημένο γκομενολάιφ-στάιλ, ή ψηφίζοντας Φωφάρα συνεχίζουν την ταγαροκατάσταση του Βαλκάνιου ΠΑΣΟΚ του '80.
Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΕΣ...
Κι όταν λέμε έρωτες, μην πάει ο νους σας στο κακό, εννοώ με μια δόση κυνισμού επαγγελματικές αντιζηλίες, κόντρες και κατινιές.
Όταν λοιπόν γύρισα από τα Κονγκά που 'λεγε και η ελληνική ταινία, της Ινγκιλτέρας, είχα πάρει την απόφαση να αναμορφώσω το επάγγελμα του κριτικού στη μητέρα πατ(ι)ρίδα. Ήρθα λοιπόν, άρχισα τις επαφές μου, και ξεκίνησα να πηγαίνω σε παραστάσεις. Βάι τι είδαν τα μάτια μου! Πόσα χρόνια πίσω απ' τα βόδια ήταν η μητέρα πατιρίδα! Κι αφού δουλειά μου κι ευχαρίστηση ήταν, έγραψα τη γνώμη μου για τις Ζουζές Νικολούδες, Τις Μαίρες Τσούτες, τους Πέτρους Γάλλιες κι όλα τα άλλα αμαρτήματα της τέχνης.
Ε ρε τι έγινε! Τηλέφωνα βραδινά (μερικοί καλλιτέγνες θα έπρεπε να πάνε μπράβοι σε κωλάδικα, θα κάνανε αξιοζήλευτη καριέρα, αλλά βλέπεις η τεμπελιά δεν αφήνει τον άνθρωπα ν' ανθίσει παγγελματικώς), τηλέφωνα πρωινά, τηλέφωνα απογευματινά. Για να κλάψουν, για να απειλήσουν, για να ζητήσουν το λόγο, για να καλέσουν για γκαιβέ.
Εγώ πάλι τον γκαιβέ μου προτιμάω να τον πίνω μόνη μου στον ίσκιο των ανθισμένων νεραντζιών του κήπου μου, οπότε είπα άσε και να μένει. Αλλά ο καλλιτέχνης ο αδικεμένος θέλει ντε και καλά να σου ανοίξει τα φύλλα της καρδιάς του, οπότε είπα άντε κομμάτια να γίνει και κορεμός να το κόψει, θα πάω κι ας του βγει και σε κακό αυτηνού που με κάλεσε.
Άρχισα λοιπόν να τους βγάζω έξω τους καλλιτέχνους να μου πούνε τον πόνο τους. Μέχρι σήμερα, καλύτερη ατάκα παραμένει: "τι θα πουν οι φίλοι μου, θα λένε ότι δεν είμαι καλλιτέχνης". Ο πόνος αυτός εκπεφρασμένος έτσι, με τέτοια γελοιότητα από μια γυναίκα γύρω στα 50, με έκανε να τη συμβουλεύσω να αλλάξει φίλους και να βρει άλλους που θα ήταν πιο καλοπροαίρετοι, και δεν θα την ήξεραν κιόλας, οπότε θα μπορούσε να συστηθεί με νέα ταυτότητα (επαγγελματική).
Το πιο ύπουλο όμως, ήταν όταν μου πρότειναν δουλειά. Σου λέει δε μπορεί, γράφοντας αρνητικά σχόλια, μας κλείνει το μάτι η χριστιανή ότι θέλει τάισμα και να μπει στην παρέα μας. Και γιατί όχι δηλαδής, θα γράφει καθ' υπαγόρευση και ας φάει και κατιτίς δε θα κωλώσει τώρα ο μηχανισμός της διαφθοροδιαπλοκής με έναν ακόμα! Το είδα το κακό που ερχότανε καλπάζοντας γιατί αυτό σήμαινε σύγκρουση μεγατόνων, εγώ και ο πυρήνας όσων -στο συγκεκριμένο τομέα- κάνουν την Ελλάδα άξια να καεί (όπως γράφει και το φίλτατο Κουνούπι στο σεβαστό μπλογκ του).
Ότι γάμησε ο Χατζηδάκις, ότι γάμησε ο Κουν, κι ότι απογαμήσανε και κάποιοι στρέιτ κομπλεξικοί, κυβερνάει -βασικά αλλά όχι μόνο- την Ελλάδα καλλιτεχνικώς (μετά εξαιρέσεων διότι ευτυχώς κανένα σύστημα δεν εξορθολογικοποιείται). Τα πηδημένα τεκνά μεγαλώσανε πηδήξανε άλλους και σόι πάει το βασίλειο.
Το άλλο κοννέ είναι φυσικά οι πολιτικές νεολαίες. Ότι πίπα ανταλλάχτηκε στα μαύρα χρόνια της χούντας και στα χακί της μεταπολίτευσης έγινε τράμπα για χάρες όταν οι πιο βασταγεροί ήρθανε στα πράματα. Όσο πιο αριστερή η νεολαία (η ΚΝΕ δε συζητείται, είναι αρχιερέας της ίντριγκας και της διαφθοράς), τόσο καλύτερη η διαπλοκή και τόσο πιο διαταραγμένοι οι αναρριχησίες.
Είμαι περήφανη για νίκες κατά βαρβάρων, μια εκ των οποίων ήταν η έξοδος από τις επιχορηγήσεις του ΥΠΠΟ μερικών αργόμισθων. Διότι είπαμε κανένα σύστημα -ευτυχώς- δεν εξορθολογικοποιείται απόλυτα, έχει τις ρωγμές του. Αρκεί να τις βρεις, και να ρίξεις από κει το φάρμακο για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες...
Όταν λοιπόν γύρισα από τα Κονγκά που 'λεγε και η ελληνική ταινία, της Ινγκιλτέρας, είχα πάρει την απόφαση να αναμορφώσω το επάγγελμα του κριτικού στη μητέρα πατ(ι)ρίδα. Ήρθα λοιπόν, άρχισα τις επαφές μου, και ξεκίνησα να πηγαίνω σε παραστάσεις. Βάι τι είδαν τα μάτια μου! Πόσα χρόνια πίσω απ' τα βόδια ήταν η μητέρα πατιρίδα! Κι αφού δουλειά μου κι ευχαρίστηση ήταν, έγραψα τη γνώμη μου για τις Ζουζές Νικολούδες, Τις Μαίρες Τσούτες, τους Πέτρους Γάλλιες κι όλα τα άλλα αμαρτήματα της τέχνης.
Ε ρε τι έγινε! Τηλέφωνα βραδινά (μερικοί καλλιτέγνες θα έπρεπε να πάνε μπράβοι σε κωλάδικα, θα κάνανε αξιοζήλευτη καριέρα, αλλά βλέπεις η τεμπελιά δεν αφήνει τον άνθρωπα ν' ανθίσει παγγελματικώς), τηλέφωνα πρωινά, τηλέφωνα απογευματινά. Για να κλάψουν, για να απειλήσουν, για να ζητήσουν το λόγο, για να καλέσουν για γκαιβέ.
Εγώ πάλι τον γκαιβέ μου προτιμάω να τον πίνω μόνη μου στον ίσκιο των ανθισμένων νεραντζιών του κήπου μου, οπότε είπα άσε και να μένει. Αλλά ο καλλιτέχνης ο αδικεμένος θέλει ντε και καλά να σου ανοίξει τα φύλλα της καρδιάς του, οπότε είπα άντε κομμάτια να γίνει και κορεμός να το κόψει, θα πάω κι ας του βγει και σε κακό αυτηνού που με κάλεσε.
Άρχισα λοιπόν να τους βγάζω έξω τους καλλιτέχνους να μου πούνε τον πόνο τους. Μέχρι σήμερα, καλύτερη ατάκα παραμένει: "τι θα πουν οι φίλοι μου, θα λένε ότι δεν είμαι καλλιτέχνης". Ο πόνος αυτός εκπεφρασμένος έτσι, με τέτοια γελοιότητα από μια γυναίκα γύρω στα 50, με έκανε να τη συμβουλεύσω να αλλάξει φίλους και να βρει άλλους που θα ήταν πιο καλοπροαίρετοι, και δεν θα την ήξεραν κιόλας, οπότε θα μπορούσε να συστηθεί με νέα ταυτότητα (επαγγελματική).
Το πιο ύπουλο όμως, ήταν όταν μου πρότειναν δουλειά. Σου λέει δε μπορεί, γράφοντας αρνητικά σχόλια, μας κλείνει το μάτι η χριστιανή ότι θέλει τάισμα και να μπει στην παρέα μας. Και γιατί όχι δηλαδής, θα γράφει καθ' υπαγόρευση και ας φάει και κατιτίς δε θα κωλώσει τώρα ο μηχανισμός της διαφθοροδιαπλοκής με έναν ακόμα! Το είδα το κακό που ερχότανε καλπάζοντας γιατί αυτό σήμαινε σύγκρουση μεγατόνων, εγώ και ο πυρήνας όσων -στο συγκεκριμένο τομέα- κάνουν την Ελλάδα άξια να καεί (όπως γράφει και το φίλτατο Κουνούπι στο σεβαστό μπλογκ του).
Ότι γάμησε ο Χατζηδάκις, ότι γάμησε ο Κουν, κι ότι απογαμήσανε και κάποιοι στρέιτ κομπλεξικοί, κυβερνάει -βασικά αλλά όχι μόνο- την Ελλάδα καλλιτεχνικώς (μετά εξαιρέσεων διότι ευτυχώς κανένα σύστημα δεν εξορθολογικοποιείται). Τα πηδημένα τεκνά μεγαλώσανε πηδήξανε άλλους και σόι πάει το βασίλειο.
Το άλλο κοννέ είναι φυσικά οι πολιτικές νεολαίες. Ότι πίπα ανταλλάχτηκε στα μαύρα χρόνια της χούντας και στα χακί της μεταπολίτευσης έγινε τράμπα για χάρες όταν οι πιο βασταγεροί ήρθανε στα πράματα. Όσο πιο αριστερή η νεολαία (η ΚΝΕ δε συζητείται, είναι αρχιερέας της ίντριγκας και της διαφθοράς), τόσο καλύτερη η διαπλοκή και τόσο πιο διαταραγμένοι οι αναρριχησίες.
Είμαι περήφανη για νίκες κατά βαρβάρων, μια εκ των οποίων ήταν η έξοδος από τις επιχορηγήσεις του ΥΠΠΟ μερικών αργόμισθων. Διότι είπαμε κανένα σύστημα -ευτυχώς- δεν εξορθολογικοποιείται απόλυτα, έχει τις ρωγμές του. Αρκεί να τις βρεις, και να ρίξεις από κει το φάρμακο για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες...
Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007
Ε.Σ.Υ. (κι Εγώ) -με βήμα αργό...
Καλοκαιράκι. Αύγουστος, πάνω στο όνειρο των διακοπών που αντί να πλησιάζει όλο και απομακρύνεται. Ένας υποχόνδριος φίλος –αλλοδαπός- τηλεφωνεί και ζητάει βοήθεια: πρέπει να δει επειγόντως γιατρό γιατί έχει πάθει καρδιακή προσβολή... Βεβαίως ούτε πόνος υπάρχει, ούτε μούδιασμα, αλλά κάτι «πεταρίσματα», κάτι ταχυπαλμίες και ένας βαθύς φόβος του θανάτου που κάνει το όλον αξιοσέβαστο. Τον παίρνω και δίνουμε ραντεβού σε κεντρικό νοσοκομείο που για κακή του τύχη εφημερεύει. Ο ετοιμοθάνατος φίλος απαιτεί να πάψω να χασκογελάω κάθε φορά που ένα καινούργιο σύμπτωμα καρδιαγγειακής δυσλειτουργίας έρχεται να προστεθεί στη μακριά λίστα των πόνων του.
Με πίστη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και βαθύτατη εμπιστοσύνη στους γιατρούς του εν λόγω νοσοκομείου, έχω επιβαρύνει πολλές φορές στο παρελθόν τις εφημερίες του, που αριθμούν μέχρι και 2.500 άτομα κάθε φορά, με τους ευαίσθητους φίλους μου που είναι άρρενες, υγιέστατοι (ευτυχώς) και καρδιοπαθείς από πεποίθηση. Τι κι αν οι «στατιστικές του τρόμου» λένε ότι η πλειοψηφία όσων προστρέχουν για βοήθεια στις εφημερίες θα μπορούσαν να είχαν μείνει σπίτι τους και να είχαν κλείσει ένα ραντεβού για κάποια άλλη μέρα στα πρωινά ή απογευματινά ιατρεία του νοσοκομείου; Ο Έλλην, υπερήφανος και αδούλωτος θέλει να εξυπηρετηθεί στην εφημερία κι όχι «να χάνει τη μέρα του με ραντεβού και άλλες αηδίες»...
Ξέρω τη διαδικασία απ’ έξω, οπότε λέω στον αλλοδαπό να «παλουκωθεί» χωρίς υστερίες και διαμαρτυρίες στην ουρά, που μισή ώρα πριν ανοίξει το γραφείο κινήσεως φτάνει μέχρι το δρόμο, και να έχει εμπιστοσύνη στον Έλληνα γιατρό. Εγγυώμαι ότι μόλις ανοίξει η πόρτα, (που ούτε εισιτήρια για συναυλία της Μαντόνα να πούλαγαν μέσα στο γκισέ δε θα ‘χε τόσο κόσμο), τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ γρήγορα. Μέσα στη ζέστη και την ορθοστασία –που την τραβάω κι εγώ βρίζοντας και κρατώντας τον καρδιοπαθή που απειλεί να λιποθυμήσει- αρχίζει να αναδύεται σ’ όλο του το μεγαλείο το μεσογειακό ταμπεραμέντο: εκεί που η ουρά ήτανε ευθεία και ντούρα, αρχίζει και σπάει σιγά-σιγά, καθώς ύπουλα σαν το φίδι ξεγλυστράνε κάτι βαρέως ασθενούντες με σάντουιτς και «καφεδιά» στο χέρι προς τα εμπρός, μ’ ένα μυστήριο ύφος στο πρόσωπο, τύπου «εγώ εδώ ήμανε από πριν, με είχανε σμπρώξει προς τα πίσω...» Κι όσο αρχίζω και βράζω, της γκρίνιας του αλλοδαπού βοηθούντος, τόσο παρατηρώ τους συμπάσχοντες στην ουρά, και μου φαίνεται ότι ουδείς χρειάζεται ιατρική βοήθεια παρεκτός από τον κύριο με τη γάζα στο μάτι και την ανησυχία στο άλλο μάτι μπας και κάποιος του βγει μπροστά και δεν τον δει.
Πιστεύω ότι στην πλειοψηφία επρόκειτο για παραπονιάρηδες που ήρθαν να κλαφτούν στο γιατρό: «εγώ εκεί που καθόμουνα, θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μ’ αγαπούσε πολύ και πέθανε ξαφνικά στα 95 της πριν από δέκα χρόνια, και στεναχωρέθηκα, κι εκεί έχασα το φως μου και είπα, πάει Γιώργο, θα πας να τη συναντήσεις...» Περιμένουμε ήδη 20 λεπτά και οι νοσοκόμες ρίχνουν τα πρώτα διερευνητικά βλέμματα σε δήθεν τυχαίες βόλτες έξω απ’ το κτίριο, σαν υπάλληλοι εμπορικού με νυφικά, που θα δώσει ένα Όσκαρ ντέλλα Ρέντα στα 50 ευρώ μόλις χτυπήσει το καμπανάκι, και ως εκ τούτου κινδυνεύει να ποδοπατηθεί. Εντωμεταξύ οι ασθενείς έχουν αρχίσει να αγριοκοιτάνε ο ένας τον άλλο και η παράνοια να δίνει τα πρώτα ενδιαφέροντα σημάδια: «εσείς κύριε για πού το βάλατε; Εμείς κορόιδα είμαστε που ήρθαμε δυό ώρες πριν; Όλοι άρρωστοι είμαστε (sic), λίγος σεβασμός...!» «Με τόσα κιλά μαντάμ, δε μου φαίνεσαι και τόσο άρρωστη», έρχεται η απάντηση του υβριζόμενου προς μεγάλη διασκέδαση του κοινού. «Ντροπή σας να το λέτε αυτό», λέει η χοντρέλω που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα στην αξιοπρεπή ορθοστασία όλων. Οι νοσοκόμοι ξαφνικά σπρώχνουν δυνατά το πλήθος, που ενώνει τις δυνάμεις του σε μια φωνή: «ντροπή σας να σπρώχνετε άρρωστους ανθρώπους», για να περάσει το ταξί από την επαρχία, μ’ έναν παππού-απολειφάδι. Τον συνοδεύουν η κόρη και η νύφη –εχθροί ανειρήνευτοι, ας όψεται η καταναγκαστική συμβίωση των επαρχιακών συμβάσεων...Οι όρθιοι της ουράς, κοιτάζουν μέσα στο ταξί για να δουν ποιός είναι αυτός που προκάλεσε τέτοια αναταραχή, και γιατί έρχεται μέχρι την είσοδο σαν τους Κολοκοτρωναίους μέσα στο «Αγοραίο». (Κάπως έτσι θα κοίταγε και το αγριεμένο πλήθος μέσα στην άμαξα των αδελφών ντε Βιτ πριν τους λυντσάρει για λόγους εθνικής προδοσίας).
Η περιέργεια γίνεται ειρωνεία και μίσος μόλις γίνεται αντιληπτή η ηλικία του παππού. Μέσα απ’ τα δόντια του πλήθους ακούγεται κάτι σαν: «εδώ νέοι άνθρωποι πεθαίνουν» (δηλαδή οι τρώγοντες και πίνοντες σοκολατούχο με πλήρη λιπαρά στην ουρά), «και μερικοί κάνουν βόλτα στις εφημερίες, και μας σμπρώχνουν κιόλας...» Εν μέσω «τς, τς, τς» και καυγάδων μεταξύ των «Ευρωπαικής νοοτροπίας» («την ουρά πρέπει να τη σεβόμαστε κύριε, αλλά μάλλον εσείς δεν είστε από την πόλη κύριε, και αυθαιρείτε από την ώρα που ήρθατε, αλλά μη μας περνάτε και για χαζούς, σας έχουμε δει κύριε») και των πιο Βαλκάνιων («εμένα θα μου πείτε περί Ευρώπης μαντάμ, εμένα που δέκα χρόνια στη Γερμανία έγινα πιο Ευρωπαίος απ’ τους Ευρωπαίους»), για να έρθει η απάντηση («α ναι; Σε είδαμε! Χαχαχα!), η πόρτα ανοίγει. Και γίνεται το έλα να δεις. Το τσούρμο μπαίνει εν χορδαίς και οργάνοις στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ αγνοώντας την ευρωπαική του ταυτότητα.
Εμείς στρίβουμε για το καρδιολογικό, όπου αφήνουμε το χαρτάκι μας και περιμένουμε: «ένας συνοδός, όχι δέκα για κάθε ασθενή», διατάσσει ο φρουρός βλέποντας ότι ο μεσογειακός προστατευτισμός δεν απαλείφεται εύκολα. Ο αλλοδαπός που με ύφος σνομπέ κοίταζε τα τεκταινόμενα, κι έλεγε «θα φύγω, δεν μπορώ αυτή τη συμπεριφορά, δεν είναι μέρος της κουλτούρας μου», και μου ερχόταν να του πω κάτι για τη Μαρία Αντουανέτα και τους προγόνους του, μου λέει μεγαλόψυχα: «καλά περίμενε έξω, θα πάω μόνος». Μπα; Ρίχνοντας μια ματιά για να βεβαιωθώ ότι όλα είναι εντάξει και ότι καταλαβαίνει τι του λένε, τον βλέπω θρονιασμένο σ’ ένα κρεβάτι σαν Ρωμαίος σε συμπόσιο, να διαβάζει τον «Μικρό Νικόλα»...Κάποια στιγμή, ο γιατρός δε βγάζει άκρη μαζί του και με φωνάζουν. Μέχρι να βάλει μια υπογραφή σε μια στοίβα χαρτιά, ακούμε μια φωνή απ’ το διπλανό κρεβάτι: «Να σας πω...Κι εσείς καρδιά; Κι εγώ...τσακώθηκα με τη γυναίκα μου...έχω ξανάρθει, ναι...σήμερα ήρθα μόνος μου...οδήγησα απ’ τη Βούλα». Α ωραία, για άλλη μια φορά διαπιστώσαμε ότι δεν είμαστε τα μόνα νούμερα στα επείγοντα. Περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων να έρθουν με φαξ από άλλο τμήμα, βγαίνουμε, γιατί ο ασθενής...πείνασε. Έτσι έχω την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τα μαγαζιά γύρω απ’ το νοσοκομείο κάνουν χρυσές δουλειές: όλοι οι βαρέως πάσχοντες έχουν βγει και καταβροχθίζουν με όλη τους την οικογένεια πίτσες, σουβλάκια, σαλάτες, και καμμιά μπύρα στο καπάκι, αφού οι εξετάσεις τελειώσανε...
Έτσι λοιπόν, ένα καρδιογράφημα, έναν υπέρηχο, άπειρες εξετάσεις αίματος, επανειλημμένες αρνήσεις του γιατρού να εξετάσει και άλλα πιθανά προβλήματα υγείας του ασθενούς αγνοώντας τα πραγματικά επείγοντα (που άλλωστε ξεχωρίζουν: έχουν μάσκες οξυγόνου, πόνο, κι έναν ανήσυχο συγγενή που σφίγγει το χαρτάκι με τα τηλέφωνα συμβολαιογράφου και γραφείου τελετών), ένα ηρεμιστικό στον άρρωστο και πέντε ώρες αργότερα, μπορούμε να φύγουμε. (Πάνω που είχαμε γνωριστεί με τα διπλανά κρεβάτια, που ήταν τόσο φλύαρα και γελαστά, ώστε η νοσοκόμα έκανε απανωτές παρατηρήσεις: «ησυχία, εδώ είναι νοσοκομείο, εδώ είναι τα επείγοντα κύριοι»).
Η ατμόσφαιρα με επηρρέασε, λέω άσε να είμαστε σίγουροι, και πάω ξανά στο γιατρό να με βεβαιώσει για την καλή υγεία του αλλοδαπού: «πάρτε τον σπίτι κυρία μου, ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα. Είναι ευαίσθητο άτομο και κάτι τον σύγχυσε. Ας μην ταράζεται έτσι με το παραμικρό.» Χοροπηδώντας χαρούμενος και λέγοντας αστειάκια πάει μπροστά ο πρώην καρδιοπαθής, από πίσω σέρνομαι κι εγώ που έχω τρέξει σ’ όλα τα γραφεία για να κόψω χαρτιά και χαρτάκια, περιμένοντας σε ουρές, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και αλλάζοντας πτέρυγες και κτίρια...Στην έξοδο αρχίζω κι αισθάνομαι κάτι «τσιμπιματάκια» (να τα πω;) και κάτι ταχυπαλμίες μυστήριες. Μια ανησυχία ύπουλη με καταλαμβάνει: «θες να;» Ευτυχώς δηλαδή, που δεν εγκαταλείψαμε ακόμη το κτίριο...
Με πίστη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και βαθύτατη εμπιστοσύνη στους γιατρούς του εν λόγω νοσοκομείου, έχω επιβαρύνει πολλές φορές στο παρελθόν τις εφημερίες του, που αριθμούν μέχρι και 2.500 άτομα κάθε φορά, με τους ευαίσθητους φίλους μου που είναι άρρενες, υγιέστατοι (ευτυχώς) και καρδιοπαθείς από πεποίθηση. Τι κι αν οι «στατιστικές του τρόμου» λένε ότι η πλειοψηφία όσων προστρέχουν για βοήθεια στις εφημερίες θα μπορούσαν να είχαν μείνει σπίτι τους και να είχαν κλείσει ένα ραντεβού για κάποια άλλη μέρα στα πρωινά ή απογευματινά ιατρεία του νοσοκομείου; Ο Έλλην, υπερήφανος και αδούλωτος θέλει να εξυπηρετηθεί στην εφημερία κι όχι «να χάνει τη μέρα του με ραντεβού και άλλες αηδίες»...
Ξέρω τη διαδικασία απ’ έξω, οπότε λέω στον αλλοδαπό να «παλουκωθεί» χωρίς υστερίες και διαμαρτυρίες στην ουρά, που μισή ώρα πριν ανοίξει το γραφείο κινήσεως φτάνει μέχρι το δρόμο, και να έχει εμπιστοσύνη στον Έλληνα γιατρό. Εγγυώμαι ότι μόλις ανοίξει η πόρτα, (που ούτε εισιτήρια για συναυλία της Μαντόνα να πούλαγαν μέσα στο γκισέ δε θα ‘χε τόσο κόσμο), τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ γρήγορα. Μέσα στη ζέστη και την ορθοστασία –που την τραβάω κι εγώ βρίζοντας και κρατώντας τον καρδιοπαθή που απειλεί να λιποθυμήσει- αρχίζει να αναδύεται σ’ όλο του το μεγαλείο το μεσογειακό ταμπεραμέντο: εκεί που η ουρά ήτανε ευθεία και ντούρα, αρχίζει και σπάει σιγά-σιγά, καθώς ύπουλα σαν το φίδι ξεγλυστράνε κάτι βαρέως ασθενούντες με σάντουιτς και «καφεδιά» στο χέρι προς τα εμπρός, μ’ ένα μυστήριο ύφος στο πρόσωπο, τύπου «εγώ εδώ ήμανε από πριν, με είχανε σμπρώξει προς τα πίσω...» Κι όσο αρχίζω και βράζω, της γκρίνιας του αλλοδαπού βοηθούντος, τόσο παρατηρώ τους συμπάσχοντες στην ουρά, και μου φαίνεται ότι ουδείς χρειάζεται ιατρική βοήθεια παρεκτός από τον κύριο με τη γάζα στο μάτι και την ανησυχία στο άλλο μάτι μπας και κάποιος του βγει μπροστά και δεν τον δει.
Πιστεύω ότι στην πλειοψηφία επρόκειτο για παραπονιάρηδες που ήρθαν να κλαφτούν στο γιατρό: «εγώ εκεί που καθόμουνα, θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μ’ αγαπούσε πολύ και πέθανε ξαφνικά στα 95 της πριν από δέκα χρόνια, και στεναχωρέθηκα, κι εκεί έχασα το φως μου και είπα, πάει Γιώργο, θα πας να τη συναντήσεις...» Περιμένουμε ήδη 20 λεπτά και οι νοσοκόμες ρίχνουν τα πρώτα διερευνητικά βλέμματα σε δήθεν τυχαίες βόλτες έξω απ’ το κτίριο, σαν υπάλληλοι εμπορικού με νυφικά, που θα δώσει ένα Όσκαρ ντέλλα Ρέντα στα 50 ευρώ μόλις χτυπήσει το καμπανάκι, και ως εκ τούτου κινδυνεύει να ποδοπατηθεί. Εντωμεταξύ οι ασθενείς έχουν αρχίσει να αγριοκοιτάνε ο ένας τον άλλο και η παράνοια να δίνει τα πρώτα ενδιαφέροντα σημάδια: «εσείς κύριε για πού το βάλατε; Εμείς κορόιδα είμαστε που ήρθαμε δυό ώρες πριν; Όλοι άρρωστοι είμαστε (sic), λίγος σεβασμός...!» «Με τόσα κιλά μαντάμ, δε μου φαίνεσαι και τόσο άρρωστη», έρχεται η απάντηση του υβριζόμενου προς μεγάλη διασκέδαση του κοινού. «Ντροπή σας να το λέτε αυτό», λέει η χοντρέλω που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα στην αξιοπρεπή ορθοστασία όλων. Οι νοσοκόμοι ξαφνικά σπρώχνουν δυνατά το πλήθος, που ενώνει τις δυνάμεις του σε μια φωνή: «ντροπή σας να σπρώχνετε άρρωστους ανθρώπους», για να περάσει το ταξί από την επαρχία, μ’ έναν παππού-απολειφάδι. Τον συνοδεύουν η κόρη και η νύφη –εχθροί ανειρήνευτοι, ας όψεται η καταναγκαστική συμβίωση των επαρχιακών συμβάσεων...Οι όρθιοι της ουράς, κοιτάζουν μέσα στο ταξί για να δουν ποιός είναι αυτός που προκάλεσε τέτοια αναταραχή, και γιατί έρχεται μέχρι την είσοδο σαν τους Κολοκοτρωναίους μέσα στο «Αγοραίο». (Κάπως έτσι θα κοίταγε και το αγριεμένο πλήθος μέσα στην άμαξα των αδελφών ντε Βιτ πριν τους λυντσάρει για λόγους εθνικής προδοσίας).
Η περιέργεια γίνεται ειρωνεία και μίσος μόλις γίνεται αντιληπτή η ηλικία του παππού. Μέσα απ’ τα δόντια του πλήθους ακούγεται κάτι σαν: «εδώ νέοι άνθρωποι πεθαίνουν» (δηλαδή οι τρώγοντες και πίνοντες σοκολατούχο με πλήρη λιπαρά στην ουρά), «και μερικοί κάνουν βόλτα στις εφημερίες, και μας σμπρώχνουν κιόλας...» Εν μέσω «τς, τς, τς» και καυγάδων μεταξύ των «Ευρωπαικής νοοτροπίας» («την ουρά πρέπει να τη σεβόμαστε κύριε, αλλά μάλλον εσείς δεν είστε από την πόλη κύριε, και αυθαιρείτε από την ώρα που ήρθατε, αλλά μη μας περνάτε και για χαζούς, σας έχουμε δει κύριε») και των πιο Βαλκάνιων («εμένα θα μου πείτε περί Ευρώπης μαντάμ, εμένα που δέκα χρόνια στη Γερμανία έγινα πιο Ευρωπαίος απ’ τους Ευρωπαίους»), για να έρθει η απάντηση («α ναι; Σε είδαμε! Χαχαχα!), η πόρτα ανοίγει. Και γίνεται το έλα να δεις. Το τσούρμο μπαίνει εν χορδαίς και οργάνοις στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ αγνοώντας την ευρωπαική του ταυτότητα.
Εμείς στρίβουμε για το καρδιολογικό, όπου αφήνουμε το χαρτάκι μας και περιμένουμε: «ένας συνοδός, όχι δέκα για κάθε ασθενή», διατάσσει ο φρουρός βλέποντας ότι ο μεσογειακός προστατευτισμός δεν απαλείφεται εύκολα. Ο αλλοδαπός που με ύφος σνομπέ κοίταζε τα τεκταινόμενα, κι έλεγε «θα φύγω, δεν μπορώ αυτή τη συμπεριφορά, δεν είναι μέρος της κουλτούρας μου», και μου ερχόταν να του πω κάτι για τη Μαρία Αντουανέτα και τους προγόνους του, μου λέει μεγαλόψυχα: «καλά περίμενε έξω, θα πάω μόνος». Μπα; Ρίχνοντας μια ματιά για να βεβαιωθώ ότι όλα είναι εντάξει και ότι καταλαβαίνει τι του λένε, τον βλέπω θρονιασμένο σ’ ένα κρεβάτι σαν Ρωμαίος σε συμπόσιο, να διαβάζει τον «Μικρό Νικόλα»...Κάποια στιγμή, ο γιατρός δε βγάζει άκρη μαζί του και με φωνάζουν. Μέχρι να βάλει μια υπογραφή σε μια στοίβα χαρτιά, ακούμε μια φωνή απ’ το διπλανό κρεβάτι: «Να σας πω...Κι εσείς καρδιά; Κι εγώ...τσακώθηκα με τη γυναίκα μου...έχω ξανάρθει, ναι...σήμερα ήρθα μόνος μου...οδήγησα απ’ τη Βούλα». Α ωραία, για άλλη μια φορά διαπιστώσαμε ότι δεν είμαστε τα μόνα νούμερα στα επείγοντα. Περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων να έρθουν με φαξ από άλλο τμήμα, βγαίνουμε, γιατί ο ασθενής...πείνασε. Έτσι έχω την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τα μαγαζιά γύρω απ’ το νοσοκομείο κάνουν χρυσές δουλειές: όλοι οι βαρέως πάσχοντες έχουν βγει και καταβροχθίζουν με όλη τους την οικογένεια πίτσες, σουβλάκια, σαλάτες, και καμμιά μπύρα στο καπάκι, αφού οι εξετάσεις τελειώσανε...
Έτσι λοιπόν, ένα καρδιογράφημα, έναν υπέρηχο, άπειρες εξετάσεις αίματος, επανειλημμένες αρνήσεις του γιατρού να εξετάσει και άλλα πιθανά προβλήματα υγείας του ασθενούς αγνοώντας τα πραγματικά επείγοντα (που άλλωστε ξεχωρίζουν: έχουν μάσκες οξυγόνου, πόνο, κι έναν ανήσυχο συγγενή που σφίγγει το χαρτάκι με τα τηλέφωνα συμβολαιογράφου και γραφείου τελετών), ένα ηρεμιστικό στον άρρωστο και πέντε ώρες αργότερα, μπορούμε να φύγουμε. (Πάνω που είχαμε γνωριστεί με τα διπλανά κρεβάτια, που ήταν τόσο φλύαρα και γελαστά, ώστε η νοσοκόμα έκανε απανωτές παρατηρήσεις: «ησυχία, εδώ είναι νοσοκομείο, εδώ είναι τα επείγοντα κύριοι»).
Η ατμόσφαιρα με επηρρέασε, λέω άσε να είμαστε σίγουροι, και πάω ξανά στο γιατρό να με βεβαιώσει για την καλή υγεία του αλλοδαπού: «πάρτε τον σπίτι κυρία μου, ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα. Είναι ευαίσθητο άτομο και κάτι τον σύγχυσε. Ας μην ταράζεται έτσι με το παραμικρό.» Χοροπηδώντας χαρούμενος και λέγοντας αστειάκια πάει μπροστά ο πρώην καρδιοπαθής, από πίσω σέρνομαι κι εγώ που έχω τρέξει σ’ όλα τα γραφεία για να κόψω χαρτιά και χαρτάκια, περιμένοντας σε ουρές, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και αλλάζοντας πτέρυγες και κτίρια...Στην έξοδο αρχίζω κι αισθάνομαι κάτι «τσιμπιματάκια» (να τα πω;) και κάτι ταχυπαλμίες μυστήριες. Μια ανησυχία ύπουλη με καταλαμβάνει: «θες να;» Ευτυχώς δηλαδή, που δεν εγκαταλείψαμε ακόμη το κτίριο...
Labels:
Ε.Σ.Υ.,
Ευαγγελισμός,
εφημερία,
καρδιά,
νοσοκομείο,
υποχονδρία
Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΡΟΛΟΙ
Ανάξιο λόγου θα μου πεί κανείς, αλλά έχω βαρεθεί τον νεοπλουτισμό και την αμνησία αυτής της χώρας που βαφτίζει "μεγάλους του θεάτρου", ανθρώπους που αποτέλεσαν αντικείμενο χοντρής πλάκας κάποια χρόνια πριν. Για παράδειγμα μεγάλη κυρία του θεάτρου έγινε ξαφνικά η Νόνικα Γαληνέα, η ιέρεια του μπότοξ και της πλαστικής. Με τόση ακινησία μυική πώς θα ερμηνεύσει συναισθήματα επί σκηνής; Διότι έναν Ντόριαν Γκρέυ τον έχει πάθει από το λαιμό και πάνω...
Και εμφανίζεται ξαφνικά στο πολιτιστικό μαγκαζίνο, της τηλεόρασης θα μου πείτε, οπότε δεν έγινε και τίποτα, και μάλιστα της ιδιωτικής, να "ερμηνεύει". Ούτε η μακαρίτισσα η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν είχε υπάρξει τόσο κακή σε δραματικούς ρόλους. Είναι προσβολή και ένδεια: να προγραμματίζονται παραστάσεις με τη Νόνικα Γ.
Όμως κάκιστη ήταν στη σκηνή, και μάλιστα σε έργο του Ίψεν και η Βανέσα Ρεντγκρέηβ κάτι χρόνια πριν στο Λονδίνο. Και οι άνθρωποι έκαναν ουρές για το έργο και για την πρωταγωνίστρια. Αλλά ακούστηκαν σχόλια για την wooden performance.
Στην Ελλάδα ζούμε την εποχή που παίρνουν εκδίκηση οι της ελαφράς σκηνής. Έκατσε στο σβέρκο χρόνια η φτώχεια (που εξακολουθεί να υπάρχει) και το αμπέχωνο (με αγωνιστικούς χαιρετισμούς), ο Θωμάς Μπακαλάκος και τα Ζαβαρακατρανέμια (τι κακό η στρατευμένη τέχνη, πώς θα 'πρεπε να σβηστεί από προσώπου γης αυτό το προπαγανδιστικό, φασίζον κατασκεύασμα), και τώρα ήρθε η σειρά του ιδε'οτυπου "Νόνικα". Ένα αστείο που ξεκίνησε από τη μόδα ενός επαρχιακά μεταμοντέρνου σκηνοθέτη, να κάνει τη φίλη του μούσα και Γαλάτεια και να την κατεβάσει στην Επίδαυρο.
Η πουλημένη, άθλια, εκμαυλισμένη κριτική τήρησε σιγήν ιχθύος και να 'το το νέο αστέρι: απ' τα ΚΑΠΗ στη σκηνή, γιατί "δεν ζει χωρίς το θέατρο και τη σκηνή". Δηλαδή δουλειά δεν είχε ο διάολος...
Και εμφανίζεται ξαφνικά στο πολιτιστικό μαγκαζίνο, της τηλεόρασης θα μου πείτε, οπότε δεν έγινε και τίποτα, και μάλιστα της ιδιωτικής, να "ερμηνεύει". Ούτε η μακαρίτισσα η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν είχε υπάρξει τόσο κακή σε δραματικούς ρόλους. Είναι προσβολή και ένδεια: να προγραμματίζονται παραστάσεις με τη Νόνικα Γ.
Όμως κάκιστη ήταν στη σκηνή, και μάλιστα σε έργο του Ίψεν και η Βανέσα Ρεντγκρέηβ κάτι χρόνια πριν στο Λονδίνο. Και οι άνθρωποι έκαναν ουρές για το έργο και για την πρωταγωνίστρια. Αλλά ακούστηκαν σχόλια για την wooden performance.
Στην Ελλάδα ζούμε την εποχή που παίρνουν εκδίκηση οι της ελαφράς σκηνής. Έκατσε στο σβέρκο χρόνια η φτώχεια (που εξακολουθεί να υπάρχει) και το αμπέχωνο (με αγωνιστικούς χαιρετισμούς), ο Θωμάς Μπακαλάκος και τα Ζαβαρακατρανέμια (τι κακό η στρατευμένη τέχνη, πώς θα 'πρεπε να σβηστεί από προσώπου γης αυτό το προπαγανδιστικό, φασίζον κατασκεύασμα), και τώρα ήρθε η σειρά του ιδε'οτυπου "Νόνικα". Ένα αστείο που ξεκίνησε από τη μόδα ενός επαρχιακά μεταμοντέρνου σκηνοθέτη, να κάνει τη φίλη του μούσα και Γαλάτεια και να την κατεβάσει στην Επίδαυρο.
Η πουλημένη, άθλια, εκμαυλισμένη κριτική τήρησε σιγήν ιχθύος και να 'το το νέο αστέρι: απ' τα ΚΑΠΗ στη σκηνή, γιατί "δεν ζει χωρίς το θέατρο και τη σκηνή". Δηλαδή δουλειά δεν είχε ο διάολος...
Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007
ΕΚΛΟΓΑΙ
Τι ώραία που κάνει εκλογές ο κΟντομηνάς και οι υπόλοιποι.
Τι ωραία που έχουνε στείλει τα δημοσιογραφικά τάγματα ασφαλείας να περιφρουρήσουν τα εκλογικά τμήματα μήπως και περάσει κανένας ημιδιάσημος και ημικοσμικός,
και μήπως κινδυνέψει -τι θράσος!- η δημοκρατία.
Τι ντροπή να δίνουν ανταπόκριση "όλα βαίνουν ομαλώς", λες και είμαστε το 1961, ή σε μετεμφυλιακή κρίση, και δε λέει κανείς τίποτε!
Και στο κάτω-κάτω ο Γιωργάκης ο μανιασμένος να κυβερνήσει, είναι εκείνος που κλιμάκωσε τις εντάσεις, και πάλι δεν το λέει κανείς από το κόμπλεξ της Μακρονήσου (σύνδρομο ελληνικό καθαρά σύνθετης αιτιολογίας που δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί. Εξάλλου τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται).
Οι πολιτικοί είναι άξεστοι χωριάταροι, αναρριχησίες και ψιλοκλεφτάκια, γι' αυτό δεν τολμάει κανείς,δ εδομένου και του τηλεοπτικού πολιτισμού, να αντιμιλήσει στα τσουτσέκια των στούντιο. Όλες οι γραίες οι καρατραβηγμένες απ' το μπότοξ και τις πλαστικές (προσέχετε να καταλάβετε πότε κάποια γριέτζω έχει κάνει νέας τεχνολογίας ελαφρό λίφτινγκ: άμα το μακιγιάζ στην έξω γωνία μοιάζει επίπεδο και περισσότερη καραμπογιά πέφτει εκεί πέρα σημαίνει ότι έγινε πανωσήκωμα άγριο), παριστάνουν τις σκληρές δημοσιογράφες και μάγκεψαν μέχρι και οι πρωινατζήδες τύπου (Ν)Αυτιάς κι από τα ένσημα το γυρίσανε στην πολιτική και στην αγριάδα.
Αλλά άμα βλέπεις τα βλαχόπουλα και τις grandes horizontales της πολιτικής και της δημοσιογραφίας σε δήθεν αντιπαραθέσεις, λες βρήκε ο γύφτος τη γενιά του...
Άντε, καλή ψήφο λεβέντες!
Τι ωραία που έχουνε στείλει τα δημοσιογραφικά τάγματα ασφαλείας να περιφρουρήσουν τα εκλογικά τμήματα μήπως και περάσει κανένας ημιδιάσημος και ημικοσμικός,
και μήπως κινδυνέψει -τι θράσος!- η δημοκρατία.
Τι ντροπή να δίνουν ανταπόκριση "όλα βαίνουν ομαλώς", λες και είμαστε το 1961, ή σε μετεμφυλιακή κρίση, και δε λέει κανείς τίποτε!
Και στο κάτω-κάτω ο Γιωργάκης ο μανιασμένος να κυβερνήσει, είναι εκείνος που κλιμάκωσε τις εντάσεις, και πάλι δεν το λέει κανείς από το κόμπλεξ της Μακρονήσου (σύνδρομο ελληνικό καθαρά σύνθετης αιτιολογίας που δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί. Εξάλλου τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται).
Οι πολιτικοί είναι άξεστοι χωριάταροι, αναρριχησίες και ψιλοκλεφτάκια, γι' αυτό δεν τολμάει κανείς,δ εδομένου και του τηλεοπτικού πολιτισμού, να αντιμιλήσει στα τσουτσέκια των στούντιο. Όλες οι γραίες οι καρατραβηγμένες απ' το μπότοξ και τις πλαστικές (προσέχετε να καταλάβετε πότε κάποια γριέτζω έχει κάνει νέας τεχνολογίας ελαφρό λίφτινγκ: άμα το μακιγιάζ στην έξω γωνία μοιάζει επίπεδο και περισσότερη καραμπογιά πέφτει εκεί πέρα σημαίνει ότι έγινε πανωσήκωμα άγριο), παριστάνουν τις σκληρές δημοσιογράφες και μάγκεψαν μέχρι και οι πρωινατζήδες τύπου (Ν)Αυτιάς κι από τα ένσημα το γυρίσανε στην πολιτική και στην αγριάδα.
Αλλά άμα βλέπεις τα βλαχόπουλα και τις grandes horizontales της πολιτικής και της δημοσιογραφίας σε δήθεν αντιπαραθέσεις, λες βρήκε ο γύφτος τη γενιά του...
Άντε, καλή ψήφο λεβέντες!
Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007
ΡΟΥΜΠΥ
Στον πρώτο μισητό και τεράστιας διάρκειας καύσωνα, έχασα τη γατούλα μου τη Ρούμπυ.
Ήταν Σιαμέζα, 15 χρονών σχεδόν, και το πράγμα έφτασε μέχρι εκεί για ψυχολογικούς πρωτίστως λόγους, αλλά δεν θα εξηγήσω.
Η Ρούμπυ αποτεφρώθηκε, πολύ chic και στο θάνατό της όπως και στη ζωή της, γιατί λόγω της ζέστης δεν γίνονταν ταφές γατούληδων.
'Οπως θα δείτε και στη φωτο που θα αναρτήσω, ήταν μια καλλονή, και φυσικά ένα εξαιρετικά έξυπνο πλάσμα. Επίσης απίστευτο τσιμπούρι, γιατί είχε τον αξεκόλλητο από πάνω μου, και μεγάλος νάρκισσος συν τέρας κοινωνικότητας, ο Ντάβλας ένα πράμα. Στις βεγγέρες την έβγαζα στο τέλος, και έκανε τα ρούχα των καλεσμένων όλο τρίχα, διότι περνούσε απ' όλους για μια καλησπέρα, μέχρι να στρωθεί στη μεγαλύτερη κοροιδάρα που θα 'βγαζε άλλα δυό ζευγάρια χέρια για να προλάβει τις ανάγκες σε χάδια που είχε το Ρούμπικον, ή Ρουμπιρόζα, ή Ρουμπίνι, ή Ρουμπινέτο, ή Ρουμπινεσόλ,ή Ρουμπίτσα, ή Σαμπίτσα και τσα-τσα.
Μερικές φορές τη φορούσα στον ώμο και έκανα πασαρέλα λέγοντας "φέτος θα φορεθεί η ετόλ σε χρώμα κλασικό μπεζ-καφέ που τονίζει τη θηλυκότητα", επίσης βλέπαμε μαζί και γελάγαμε, τη σκηνή με τις Σιαμέζες στη Λαίδη και τον Αλήτη. Η Ρούμπυ έπαιζε και καλός τερματοφύλακας: της πέταγες τη μπάλα, την έπιανε -εννοείται- και την έφερνε στο στόμα (σαν παλιόσκυλο).
Όταν τη διάλεξα -ήθελα οπωσδήποτε θηλυκιά γατούλα- η Ρούμπυ ήταν ένα πολύ φιλοπερίεργο όν, απόλυτα φυσιολογικό στο δέμας.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα, όλα μαζί, πέταξε κάτι σνα τσικλόφουσκα κάτω απ' την κοιλιά, έβγαλε ένα πράγμα σα σποράκι στο δακρυικό πόρο και στράβωσε η ουρά.
Δεν το πίστευα ότι πινγκ πανγκ πονγκ, μεταμορφώθηκε.
Την επομένη στο γιατρό που πήγα το τέραν της αποκαλύψεως μου είπε ότι η τσικλόφουσκα ήτανε κήλη και να μην την πειράζουμε λέει, το μάτι μια χαρά διόγκωση δακρυικού πόρου και η ουρά η στραβή ήταν λόγω πολύ πεντιγκρί, και βγήκαν τα ορίτζιναλ χαρακτηριστικά της ράτσας, πριν τα φτιάξουν ίσια στας Ευρώπας για τους διαγωνισμούς ομορφιάς και τα σαλόν ντε μπωτέ.
Τα Σιάμ είναι εκ φύσεως αλλοίθωρα -σαν τον Σπανοβαγγελοδημήτρη Νικόλα του Νικόλα στη Σωφερίνα- και αυτό το είχε επίσης λιγάκι η μορφονιά.
Το όνομά της το πήρε από μια αφίσα διαφημιστική στην Κάμντεν του βόρειου Λονδίνου για ένα μπαρ, που λεγόταν "Ruby in the Dust". Η προφητεία του τίτλου ήρθε και πραγματοποιήθηκε.
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007
ΤΕΝΙΑ, ΡΑΝΙΑ, ΤΑΤΙΑΝΑ
Άρχισε η σκουπιδοσαιζόν!
Η Τένια δίνει συμβουλές στις πικραμένες, τις απατημένες, τις κακομοιριασμένες. "Δεν φταίει αν έφυγε με την μητέρα σας αγαπητή Λένα, εσείς δεν του είχατε μιλήσει για τα προβλήματα στο γάμο σας. Δεν του ανοιχτήκατε ποτέ, τα κρατούσατε όλα με΄σα σας. Αφοσιωθήκατε στα παιδιά και ξεχάσατε τη γυναίκα μέσα σας Λένα. Τώρα είναι αργά Λένα."
Η Ράνια δίνει συμβουλές επιτυχίας: κοιτάει μπροστά αγέρωχα με αισιοδοξία. Το μπάχαλο της προσωπικής ζωής της νταρντανομπουμπούκας δεν τη σταματάει καθόλου από το να δίνει συμβουλές. Ενίοτε καλεί και παπάδες. Και αλλάζει τις ψυχολόγες σαν τα πουκάμισα.
Η Τατιάνα γερνάει και στρογγυλεύει προσπαθώντας νεοπλουτίστικα να μάθει τη λέξη αξιοπρέπεια. Πολύ αργά. Όπως σε μάθουν...Κι εγώ έχω να μπω 30 χρόνια σε πλοίο αλλά ακόμη με λένε ναύαρχο είχε πει ένας...ναύαρχος στην Εβίτα Περόν που διαμρτυρήθηκε γιατί κάποιοι της υπενθύμισαν το αμαρτωλό της παρελθόν...
Η Τένια δίνει συμβουλές στις πικραμένες, τις απατημένες, τις κακομοιριασμένες. "Δεν φταίει αν έφυγε με την μητέρα σας αγαπητή Λένα, εσείς δεν του είχατε μιλήσει για τα προβλήματα στο γάμο σας. Δεν του ανοιχτήκατε ποτέ, τα κρατούσατε όλα με΄σα σας. Αφοσιωθήκατε στα παιδιά και ξεχάσατε τη γυναίκα μέσα σας Λένα. Τώρα είναι αργά Λένα."
Η Ράνια δίνει συμβουλές επιτυχίας: κοιτάει μπροστά αγέρωχα με αισιοδοξία. Το μπάχαλο της προσωπικής ζωής της νταρντανομπουμπούκας δεν τη σταματάει καθόλου από το να δίνει συμβουλές. Ενίοτε καλεί και παπάδες. Και αλλάζει τις ψυχολόγες σαν τα πουκάμισα.
Η Τατιάνα γερνάει και στρογγυλεύει προσπαθώντας νεοπλουτίστικα να μάθει τη λέξη αξιοπρέπεια. Πολύ αργά. Όπως σε μάθουν...Κι εγώ έχω να μπω 30 χρόνια σε πλοίο αλλά ακόμη με λένε ναύαρχο είχε πει ένας...ναύαρχος στην Εβίτα Περόν που διαμρτυρήθηκε γιατί κάποιοι της υπενθύμισαν το αμαρτωλό της παρελθόν...
Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007
Φθινόπωρο
Με πιάνει κάτι με τα πρώτα κρύα.
Εκτός μια φυσική προδιάθεση, φταίει και η κουλτούρα της λύπης, με τα ποιήματα τα σχολικά τύπου
πέφτουν τα φύλλα απ' τα δεντράκια,
ήρθαν τα πρώτα τα συννεφάκια κ.ο.κ.
Για πολύ καιρό έκανα διακοπές Σεπτέμβρη -αυτά που κοροιδεύει κανείς, τα λούζεται, διότι έλεγα παλιά, σιγά μην πάω διακοπές Σεπτέμβρη και στην Αιδηψό με τις θείτσες. Τελικά περισσότερες θείτσες έχει ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Εγώ προσωπικά τους σαγιοναράτους με φραπέ, χοντρή γυναίκα, πεθερικά και γκρινιάρικα πασίχοντρα παιδιά του λέω Τουρκοκύπριους -τό 'πε πριν χρόνια ένας φίλος, κι έμεινε. Και βεβαίςω αναφερόμαστε στους εποίκους του ψευδοκράτους...Αυτοί που βρωμίζουν τις παραλίες, που παριστάνουν τον ψαροντουφεκά στο μισό μέτρο μέσα στους λουόμενους (ναι, ναι, έγινε κι αυτό στην Πρέβελη), όλους εκείνους που παραγγέλνουν το μισό μαγαζί για να φάνε σαν κτήνη και να πετάξουν τα υπόλοιπα, όλους αυτούς στολίζει και εννοεί το όνομα.
Τελοσπάντων, έλεγα ότι πήγαινα Σεπτέμβρη και ωραιότερα ήταν στο Πήλιο στον Αη-Γιάννη. Χωρίς πολύ κόσμο, με τέλεια θέα απ' το δωμάτιο (και πολλά σκαλιά), λίγο αγχωμένους μαγαζάτορες λόγω μείωσης της πελατείας, αλλά δεν πειράζει, ο έμπορος πρέπει να περνάει και μια κρίση να στρώνει ο χαρακτήρας του και οι τιμές του μαγαζιού του.
Και πάντως, ο Σεπτέμβρης μαζί με κάτι ψιλοκολλήματα στη δουλειά μ' έκαναν και γύρισα ν' ακούσω Sylvia' s Mother από τους Doctor Hook and the Medicine Show. Και ακολούθησε Big Brother and the Holding Company. Μου 'φτιαξε το κέφι, αλλά σα να μη με χωράει η μουσική τελευταία. Ούτε τα παλιά, ούτε τα καινούργια. Κανάς πραγματικά τσαντισμένος δε φαίνεται και κανένας φωνάρα έστω μόνο περιτύλιγμα, πάλι δε φαίνεται. Βαριέμαι...Μου 'ρχεται να τα δώσω όλα τα σι-ντι και τα βινύλια και να ξαναρχίσω να δω τώρα τι μ' αρέσει.
Μήπως ξεκαθαρίζω λογαριασμούς με το παρελθόν που ' λεγε και το ζώδιό μου;
Ή μήπως δεν κάνω κέφι ούτε τις αναμνήσεις μου;...
(Κι όποιος πάει να πει την κλασική μαλακία ότι μεγάλωσα, να του γίνει η μούρη πλισέ και να μην τον σώζει όλο το μπότοξ που 'χει ο Φουστάνος σε στοκ.)
Τι είχε πει ο Καζατζάκης; Δε με διασκεδάζει τίποτα, σας βαρέθηκα όλους, κάντε κάτι να με ευχαριστήσετε, είμαι σνομπ;
Άντε να βρέξει να τελειώνουμε, να μου περάσει η αναποδιά.
Εκτός μια φυσική προδιάθεση, φταίει και η κουλτούρα της λύπης, με τα ποιήματα τα σχολικά τύπου
πέφτουν τα φύλλα απ' τα δεντράκια,
ήρθαν τα πρώτα τα συννεφάκια κ.ο.κ.
Για πολύ καιρό έκανα διακοπές Σεπτέμβρη -αυτά που κοροιδεύει κανείς, τα λούζεται, διότι έλεγα παλιά, σιγά μην πάω διακοπές Σεπτέμβρη και στην Αιδηψό με τις θείτσες. Τελικά περισσότερες θείτσες έχει ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Εγώ προσωπικά τους σαγιοναράτους με φραπέ, χοντρή γυναίκα, πεθερικά και γκρινιάρικα πασίχοντρα παιδιά του λέω Τουρκοκύπριους -τό 'πε πριν χρόνια ένας φίλος, κι έμεινε. Και βεβαίςω αναφερόμαστε στους εποίκους του ψευδοκράτους...Αυτοί που βρωμίζουν τις παραλίες, που παριστάνουν τον ψαροντουφεκά στο μισό μέτρο μέσα στους λουόμενους (ναι, ναι, έγινε κι αυτό στην Πρέβελη), όλους εκείνους που παραγγέλνουν το μισό μαγαζί για να φάνε σαν κτήνη και να πετάξουν τα υπόλοιπα, όλους αυτούς στολίζει και εννοεί το όνομα.
Τελοσπάντων, έλεγα ότι πήγαινα Σεπτέμβρη και ωραιότερα ήταν στο Πήλιο στον Αη-Γιάννη. Χωρίς πολύ κόσμο, με τέλεια θέα απ' το δωμάτιο (και πολλά σκαλιά), λίγο αγχωμένους μαγαζάτορες λόγω μείωσης της πελατείας, αλλά δεν πειράζει, ο έμπορος πρέπει να περνάει και μια κρίση να στρώνει ο χαρακτήρας του και οι τιμές του μαγαζιού του.
Και πάντως, ο Σεπτέμβρης μαζί με κάτι ψιλοκολλήματα στη δουλειά μ' έκαναν και γύρισα ν' ακούσω Sylvia' s Mother από τους Doctor Hook and the Medicine Show. Και ακολούθησε Big Brother and the Holding Company. Μου 'φτιαξε το κέφι, αλλά σα να μη με χωράει η μουσική τελευταία. Ούτε τα παλιά, ούτε τα καινούργια. Κανάς πραγματικά τσαντισμένος δε φαίνεται και κανένας φωνάρα έστω μόνο περιτύλιγμα, πάλι δε φαίνεται. Βαριέμαι...Μου 'ρχεται να τα δώσω όλα τα σι-ντι και τα βινύλια και να ξαναρχίσω να δω τώρα τι μ' αρέσει.
Μήπως ξεκαθαρίζω λογαριασμούς με το παρελθόν που ' λεγε και το ζώδιό μου;
Ή μήπως δεν κάνω κέφι ούτε τις αναμνήσεις μου;...
(Κι όποιος πάει να πει την κλασική μαλακία ότι μεγάλωσα, να του γίνει η μούρη πλισέ και να μην τον σώζει όλο το μπότοξ που 'χει ο Φουστάνος σε στοκ.)
Τι είχε πει ο Καζατζάκης; Δε με διασκεδάζει τίποτα, σας βαρέθηκα όλους, κάντε κάτι να με ευχαριστήσετε, είμαι σνομπ;
Άντε να βρέξει να τελειώνουμε, να μου περάσει η αναποδιά.
Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007
Η Ισλαμική μαντήλα
Καταρχήν γεια και χαρά! Έλειψα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, η Καλλιστώ χρειαζόταν και απαιτούσε πλήρη και συνεχή απασχόληση. Περάσαμε ωραία όμως και ξανασκέφτηκα και τις μπλογκουποχρεώσεις μου. Επανέρχομαι λοιπόν!!!
Πριν λίγες μέρες, ανακάλυψα ότι σφήκες έκαναν φωλιά στο μπαλκόνι μου. Δεν τις είχα δει και έβγαινα ωραιότατα να καπνίσω ενώ από πίσω μου γινόταν επιεικώς της τρελλής. Όταν κοίταξα ψηλά είδα το τέλειο αρχιτεκτόνημα, σιχαμερό βεβαίως και επικίνδυνο, κι έτρεξα να κρυφτώ. Αφού περάσαμε δυό μέρες αλληλοκοιταζόμενοι, αποφάσισα να αποδείξω ότι ο άνθρωπος έχει αφήσει πίσω -σαφώς- στην εξέλιξη τα έντομα, και βγήκα να αντιμετωπίσω τον εχθρό. Από το δρόμο θα πρέπει να γέλασαν μέχρι τελικής πτώσεως οι περαστικοί να βλέπουν καθημερινά επί τετραήμερο μια μουρλή ντυμένη με μπούρκα, γυαλιά, γάντια, μπότες και ένα καλάθι για παιχνίδια, από τρυπητό ύφασμα δώρο φίλης από το ΙΚΕΑ, να πολεμάει με ένα σπρέι και μια σκούπα εναντίον κάποιου αόρατου αντιπάλου.
Το θέμα είναι, και πώς δένει η σφήκα με τη μπούρκα, ότι για να αποφύγω κινδύνους, τύλιξα το κεφάλι μου, α λά ισλαμικά, έβαλα και γυαλιά (πριν καπελωθώ με την καλαθούνα), κοιτάχτηκα στον καθρέφτη (διότι τελοσπάντων απαιτείται μια κάποια κοκεταρία και στον πόλεμο της σφήκας), και αυθόρμητα λέω πού' ντος ο σείχης μωρέ να με βγάλει βόλτα; Ίδια αυτές οι τουρίστριες απ' τα ενωμένα αραβικά κακομοιράτα ήμουνα. Τύφλα να 'χει η γυναίκα του Αμπντουλάχ Γκιούλ. Ή του συγκούμπαρου, η Εμινέ. Έμεινα ξερή απ' το θέαμα. Και ξόρκισα το κακό, μακριά απ' τη χώρα μας κι ας είναι και στην υφαλοκρηπίδα.
Υπάρχουν γυναίκες που πολεμάνε μπαμπουλωμένες στο όνομα εθνικής ταυτότητας; Υπάρχουν γυναίκες που δεν ντρέπονται να φοράνε το σύμβολο της καταπίεσης; Υπάρχουν γυναίκες που τη βρίσκουν σέξυ, μυστηριώδη, ωραία και την αγοράζουν σε σχέδια και χρώματα από σχεδιαστές;
Παρεκτός κι αν είναι όπως στον Ιζνογκούντ του Γκοσινύ, όπου η μαντήλα σκεπάζει τη μύτη μόνο στη Βαγδάτη, και όλα τα άλλα είναι σε κοινή θέα. Ακόμα θυμάμαι τις δύο πιτσιρίκες που μπήκαν στο Σττάρμπακς στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, με ρούχα της πιο τρέχουσας μόδας και μαντήλες στο κεφάλι, μη στάξει η ουρά του γαιδάρου και φανεί το όπλο του σεξ, το μαλλί της γυναικός.
Και δεν το κόβουν το ρημάδι κοντό για αντίλογο; Ή καλύτερα δεν κόβουν ότι είναι να κοπεί από τη μέση και κάτω των συντρόφων τους;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)