Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2007

Η (ΠΟΛΥΠΑΘΗ) ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ/ DANCE EDUCATION IN GREECE

Εν αρχή ήν η επιθυμία των γονέων, «το παιδί», δηλαδή το κορίτσι, «να αποκτήσει παράστημα». Επίσης, «να μάθει να περπατάει ίσια, να μην καμπουριάζει, να παραμείνει λεπτό, λυγερό, να λεπτυνθούν οι αστράγαλοι να αποκτήσει νάζι, χάρη και τσαχπινιά», δηλαδή να κάνει μπαλέτο...Η «Σχολή Μπαλέτου», κλήθηκε λοιπόν συχνά να λειτουργήσει ως –μεταλλαγμένη- μικροαστική οικοκυρική σχολή εκμάθησης των βασικών κανόνων συμπεριφοράς μιας μέλλουσας «νύφης, συζύγου και μητέρας», μετατρέποντας έτσι μια τεράστια παράδοση στη φθηνή λογική του «κορσέ» και του «σφιξίματος» του παιδιού και της σωματοδομής του εντός των ορίων των πλιέ, των αραμπέσκ, των πιρουέτ κ.ο.κ. Αυτά, όσον αφορά τις –πάμπολλες- ερασιτεχνικές σχολές χορού ή μάλλον μπαλέτου, και την κυρίαρχη ιδεολογική τοποθέτηση που διέπει, έστω και αφανώς, την λειτουργία των περισσότερων, ευτυχώς όχι όλων! Μια τοποθέτηση που επιπλέον καθορίζει το ύφος της εκπαίδευσης, και την αισθητική των παιδιών που σπουδάζουν εκεί και που θα πάρουν μαζί τους, είτε εγκαταλείψουν τον χορό, είτε ασχοληθούν επαγγελματικά με την τέχνη αυτή, αργότερα.

Οι Επαγγελματικές Σχολές Χορού, που κυρίως μας αφορούν εδώ, είναι τυπικά αυτές που επισημοποιούν και προσφέρουν την γνώση σε πρακτικά και θεωρητικά μαθήματα όπως καθορίζονται από το ΥΠΠΟ, υπάγονται σ’ αυτό, και λειτουργούν σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους της πολιτείας. Οι Επαγγελματικές Σχολές Χορού είναι όλες ιδιωτικές, εκτός από μια, την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, πρώην Σχολή Κούλας Πράτσικα, η οποία δωρήθηκε στο Κράτος το 1973/’74, είναι ΝΠΔΔ, λειτουργεί βάσει του προεδρικού διατάγματος 598/85, και έχει ελαφρά διαφοροποιημένους κανόνες λειτουργίας, σε σχέση με τις άλλες Σχολές. Όλες πάντως, δέχονται τα παιδιά με εισαγωγικές εξετάσεις-auditions στα 18, για να τα βγάλουν δασκάλους, ως επί πλείστον, χορευτές ή χορογράφους μετά από τρία χρόνια φοίτησης, πράγμα που σημαίνει ότι οι σπουδές χορού, ακόμη και στην Κρατική Σχολή, ανήκουν στην ανώτερη και όχι στην ανώτατη βαθμίδα της εκπαίδευσης σε αντίθεση με όσα ισχύουν για την Σχολή Καλών Τεχνών, για παράδειγμα. Η λέξη-κλειδί που συμπυκνώνει τις αντιρρήσεις όλων των ιδιοκτητών επαγγελματικών Σχολών Χορού στον τρόπο λειτουργίας αυτών, είναι ένας αριθμός: 1158/81. Είναι ο νόμος που καθορίζει τους κανόνες λειτουργίας, τα προαπαιτούμενα, τον τρόπο εισαγωγής και εξόδου των σπουδαστών. Από τα παραπάνω, ό,τι αφορά τον τρόπο εισαγωγής των σπουδαστών στις Σχολές, είναι αυτό που συσπειρώνει λίγο-πολύ τους, κατά τα λοιπά μη αλληλέγγυους μεταξύ τους, ιδιοκτήτες των Σχολών Χορού (η προσπάθεια συμμετοχής σε κάποιο μερίδιο μιας μικρής «πίττας», δημιουργεί διακριτικές συνθήκες έντονου ανταγωνισμού). Οι σχολάρχες λοιπόν, χωρίς να θέλουν να θίξουν τις υπολήψεις των μελών των εξεταστικών επιτροπών του ΥΠΠΟ, συμφωνούν λίγο-πολύ ότι πρέπει να εκλείψει ο κρατικός έλεγχος, και ότι κάθε σχολή θα πρέπει να έχει τη δική της εσωτερική επιτροπή που να καθορίζει τον αριθμό και το ποιόν των εισαγομένων. (Μέχρι στιγμής, το σύστημα είναι ότι κάθε Σχολή προετοιμάζει έναν αριθμό παιδιών που κάθε χρόνο δίνει εξετάσεις σε μια επιτροπή που ορίζει το ΥΠΠΟ, και σε ορισμένο αριθμό μαθημάτων). Να λειτουργούν δηλαδή κατά τρόπο ανάλογο της Κρατικής Σχολής. Απώτερος σκοπός, «η δυνατότητα καλύτερης επιλογής των σπουδαστών, χωρίς συμβιβασμούς, μια και κάθε Σχολή ξέρει καλά τα παιδιά που προετοιμάζει και τα παιδιά που θέλει, ενώ μια Επιτροπή, βλέπει πολλά μαζί σε λίγη ώρα και υπάρχει το ενδεχόμενο του λάθους».
-Αλήθεια, τα «λάθη» γίνονται τελικά δεκτά στη Σχολή όπου τα απέστειλε η Επιτροπή Εισαγωγικών εξετάσεων; «Γίνονται εκ των πραγμάτων, γιατί αλλιώς οι Σχολές θα κλείσουν». Ενδιαφέρον σημείο, αλλά και άδικο...

Και μετά τις εισαγωγικές τι γίνεται; Όσα περάσουν συνεχίζουν τις σπουδές τους, τα υπόλοιπα ξαναπροσπαθούν ή αλλάζουν κατεύθυνση, φεύγουν στο εξωτερικό, ή ξαναδοκιμάζουν επιλέγοντας κάποια άλλη Σχολή. Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει κάθε σχολάρχης να αποφύγει, γιατί τέτοιες αποφάσεις, πέραν του καλλιτεχνικού (κάποιο μεγάλο και αγανακτισμένο ταλέντο χάσαμε), έχει και οικονομικό αντίκτυπο (χάσαμε το ταλέντο, χάσαμε και το έσοδο). Εδώ λοιπόν, έρχεται η φήμη της κάθε σχολής, που είναι καθοριστική στον αριθμό των παιδιών που θα την επιλέξουν. Το «ρεύμα» υπέρ της μιας ή της άλλης Σχολής καθορίζεται, όπως είναι φυσικό, από πολλούς παράγοντες: το είδος της εκπαίδευσης που παρέχεται εκεί και τις προτιμήσεις του/της υποψήφιου/ας. Αν δηλαδή για παράδειγμα μια Σχολή δίνει προτεραιότητα στο μπαλέτο ή στον σύγχρονο χορό. Επίσης, από την πειθαρχία που φημολογείται πως υπάρχει εκεί, καθώς και από τα ονόματα των καθηγητών (οι «μεταγραφές» δηλαδή) που διδάσκουν σε μια συγκεκριμένη σχολή. Σημαντική είναι πλέον στις μέρες μας και η τεχνική υποδομή, δηλαδή η ύπαρξη βίντεο, για παράδειγμα. Η κακή συνέπεια της ανάγκης να πληροφορηθούν οι σπουδαστές για τα όσα συμβαίνουν διεθνώς και να αποκτήσουν την εμπειρία του έργου διαφόρων χορογράφων, είναι ότι η προβολή βίντεο παίρνει συχνά τη μορφή «αγώνα δρόμου» με στόχο την παρακολούθηση του μέγιστου αριθμού video-dance ή καταγραμμένων χορογραφιών γνωστών καλλιτεχνών στα τρία χρόνια σπουδής τους. Ατυχώς δε, τα έργα που παρακολουθούνται στο βίντεο συνήθως χωρίς την κατάλληλη γνώση και υποστήριξη, θεωρούνται ως το κύριο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας των χορογράφων αυτών. Όμως ο Μπρυμασόν, ο Πρελζοκάζ, ο βαν Μάνεν, ο Κύλιαν, ο Φορσάιθ, η Τουάιλα Θαρπ, η Πίνα Μπάους και πολλοί άλλοι, προφανώς δεν είναι ό,τι και όσο έχει ειδικά βιντεοσκοπηθεί ή «γυριστεί» ως video-dance και μόνο... Η μέχρι τελικής πτώσης παρακολούθηση βιντεοσκοπημένων έργων, ενίοτε να παίρνει και τη μορφή μιας άτυπης μεθόδου άνευ διδασκάλου εκμάθησης της ευγενούς τέχνης της χορογραφίας. Αυτό μας υπενθυμίζει τις πολλαπλές ελλείψεις στην εκπαίδευση που παρέχουν οι ελληνικές επαγγελματικές Σχολές Χορού. Το ρεπερτόριο, το pas de deux, η χορογραφία, ο αυτοσχεδιασμός, οι ιστορικοί χοροί, για παράδειγμα, απουσιάζουν παντελώς ή κάποια από αυτά διδάσκονται σε λίγες μόνο Σχολές. Αν ελλείψεις και ασάφειες χαρακτηρίζουν τα «πρωτεύοντα» πρακτικά μαθήματα, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τι γίνεται με τα θεωρητικά μαθήματα, τα οποία εκτός από «δευτερεύοντα» είναι και υποβαθμισμένα. Διδάσκονται με παλιομοδίτικο τρόπο, παρέχοντας παρωχημένες και λανθασμένες γνώμες αντί για γνώσεις στους σπουδαστές. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ανάμεσά τους θα μπορούσαν να αναζητηθούν η κακή παράδοση δεκαετιών, η έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού και ελληνικής βιβλιογραφίας (κακές μεταφράσεις, πεπαλαιωμένα έργα, εκδόσεις αυθαίρετων «μελετών») και φυσικά η προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων εκ μέρους των σχολαρχών, από τα «δευτερεύοντα». Τα έξοδα άλλωστε μιας επαγγελματικής σχολής χορού είναι τεράστια. Συνήθως, εκτός από τα δίδακτρα, πηγή εσόδων είναι τα –πολυπληθέστερα- ερασιτεχνικά τμήματα που λειτουργούν παράλληλα, και όπου πλείστα όσα «καμάρια» δοκιμάζουν τις δυνατότητές τους στην τέχνη της Τερψιχόρης... «Για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα και να καλυτερεύσουν το επίπεδο σπουδών που προσφέρουν», ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολών χορού αιτούνται δειλά-δειλά και ανεπίσημα κάποιου είδους κρατική χορηγία, μικρότερη πάντως από αυτήν που φύσει και θέσει κατέχει η Κρατική Σχολή. Κατά πόσο κάτι τέτοιο δικαιολογείται, είναι ανοιχτό στον καθένα να το κρίνει, χρησιμοποιώντας ίσως τις αναλογίες που υπάρχουν ανάμεσα στα κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα ιδιωτικά διαφόρων κλάδων και κατευθύνσεων.

Πολλοί απόφοιτοι-σημερινοί επαγγελματίες ισχυρίζονται, ότι στα στραβά της χορευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, συγκαταλέγεται και η νοοτροπία όσων έχουν αναλάβει την εκπαίδευση του χορού. Καταρχήν η στενόκαρδη πλέον, αντίληψη αυτών ότι από τις σχολές θα βγάζουν γενιές δασκάλων και νέων ιδιοκτητών σχολών αντί χορευτές. Αυτό βεβαίως, πραγματικά συνέβαινε μέχρι πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα, όταν οι δυνατότητες να χορέψει κανείς ήταν ελάχιστες, ενώ πολλοί απόφοιτοι, πρακτικά ακατάλληλοι για οποιαδήποτε σχέση με την τέχνη του χορού, κατέληγαν να αξιοποιήσουν το «χαρτί τους» ανοίγοντας, ατυχώς, δικές τους σχολές. (Τα τοπικά «μικρομάγαζα» της τέχνης της τσαχπινιάς των νεαρών κορασίδων). Άλλοι απόφοιτοι μιλούν για την κακογουστιά των σχολαρχών-επιχειρηματιών, καθώς και για το ακαλαίσθητο περιβάλλον των χώρων όπου στεγάζονται πολλές σχολές. Μιλούν ακόμη για την ανεπάρκεια των δημιουργικών μαθημάτων και της εκπαίδευσης γενικά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κάποιοι από τους ιδιοκτήτες καταβάλλουν. Το χειρότερο, για πολλούς, είναι ότι ελάχιστες σχολές δίνουν τη δυνατότητα στους σπουδαστές τους να χορέψουν, ενώ επιπλέον βλέπουν ανταγωνιστικά τις υπάρχουσες ομάδες χορού καλλιεργώντας κλίμα καχυποψίας και εσωστρέφειας.
Υπάρχει όμως και κάτι στο οποίο σχολάρχες, επαγγελματίες, δάσκαλοι, κριτικοί συμφωνούν: ότι είναι απαράδεκτο, η εκπαίδευση του χορού, να αρχίζει στα 18! Στο θέμα της «ιδανικής λύσης» στο πρόβλημα οι γνώμες διχάζονται φυσικά και πάλι. Οι περισσότεροι μιλούν για την ανάγκη δημιουργίας μιας Ακαδημίας Χορού, που θα παίρνει τα παιδιά από μικρή ηλικία, θα τους δίνει το δικαίωμα να παρακολουθούν ταυτόχρονα τα μαθήματα του σχολείου, και στα 16 ή στα 18 τους θα τα παραδίδει έτοιμους χορευτές. Όσοι ασκούν κριτική σ’ αυτό το μοντέλο, μιλούν για ένα μικροαστικό όνειρο, που φιλοδοξεί να καθυποτάξει την χορευτική τέχνη στο άρμα μιας Ακαδημίας Μπαλέτου, που είναι το όνειρο πολλών γενεών δασκάλων και χορευτών οι οποίοι εκφράζουν την «συντηρητική» κατεύθυνση και τρόπο σκέψης. Ο αντίλογος λέει ναι στη δημιουργία μιας Ακαδημίας, που θα δηλώνει όμως εξαρχής τους στόχους της, ονομαζόμενη Ακαδημία «Μπαλέτου» και όχι «Χορού», ώστε η τέχνη αυτή να διατηρήσει την πολυφωνία και πολυμορφία των στυλ της, χωρίς κανένα επίσημο ιδεολόγημα να την φρενάρει και να καθορίζει τα όριά της, και «χωρίς να κινδυνεύουμε να γυρίσουμε στον 19ο αιώνα!» Κάτι τέτοιο εξάλλου, «θα σήμαινε παρέμβαση ανεπίτρεπτη στην ελευθερία έκφρασης, θέτοντας πλαστά κριτήρια ποιότητας και επιτρεπτικότητας». Από την άλλη, η Κρατική Σχολή Χορού, στεγασμένη στο ιστορικό κτίριο της οδού Ομήρου, συνεχίζει τις προσπάθειες για καλυτέρευση και ορθολογική οργάνωση της χορευτικής εκπαίδευσης χωρίς να καταπιέζεται η δημιουργική έκφραση, και προσβλέποντας στην αναβάθμιση των σπουδών μέσω της ανωτατοποίησης.

Αν τα προβλήματα είναι τεράστια στην Αθήνα, καταλαβαίνει εύκολα κανείς τις ελλείψεις που υπάρχουν στην υπόλοιπη Ελλάδα στον τομέα της εκπαίδευσης του χορού! Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι η Θεσσαλονίκη έχει τρεις επαγγελματικές σχολές χορού, όπου τα παιδιά δεν έχουν κάν την δυνατότητα να διδαχθούν διαφορετικές τεχνικές σύγχρονου χορού, τα θεωρητικά μαθήματα είναι άγνωστο πεδίο, και δεν έχουν κάν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις παραστάσεις των ελληνικών ομάδων σύγχρονου χορού, καθώς δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα ή δεν έχει βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος συνεργασίας ώστε να λυθούν τα προβλήματα μετακίνησης των ομάδων. Οι άνθρωποι του χορού της συμπρωτεύουσας, εν μέρει λόγω του αναμενόμενου τοπικιστικού πνεύματος και εν μέρει λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που δημιουργούν οι απίστευτες ελλείψεις, αισθάνονται ότι δεν έχουν ίσες ευκαιρίες, με συνέπεια πολλά παιδιά να «χάνονται». Ακόμη και τώρα, που οι πρωτοβουλίες του Χοροθεάτρου Θεσ/νίκης, του συγκροτήματος χορού του ΚΘΒΕ, έφερε στην συμπρωτεύουσα χορογράφους και ενώ έγιναν παραστάσεις που συζητήθηκαν, έδωσαν ευκαιρίες και αποκάλυψαν τις δυνατότητες πολλών χορευτών-μελών του συγκροτήματος, η αίσθηση των ανθρώπων εξακολουθεί να είναι ότι: «χρησιμοποιείται το δυναμικό της συμπρωτεύουσας ως μια επιπλέον ευκαιρία δημιουργίας καλλιτεχνών από την Αθήνα που θα εγκαταλείψουν την πόλη μόλις πάρουν αυτό που θέλουν». Σχετικό μυστήριο παραμένει η κατάσταση του «κράτους εν κράτει»-Επαγγελματικής Σχολής Χορού της Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού-Πολιτισμού της Λάρισας.

Οι δύο άξονες που καθόρισαν ως ένα βαθμό το ύφος της εκπαίδευσης του χορού στην Ελλάδα, θα ‘λεγε κανείς ότι ήταν αφ’ ενός το απωθημένο της παραγωγής καλών χορευτών μπαλέτου και ανεβάσματος έργων του κλασικού και ρομαντικού ρεπερτορίου, και αφ’ ετέρου η επιθυμία να αναπτυχθεί ο σύγχρονος χορός ως περισσότερος ταιριαστός ή ακόμη και «αρμόζων» στην «ελληνική ψυχοσύνθεση». Οι μύθοι, τα γιατί και τα πώς, και οι κοινωνικές ομάδες πίσω από κάθε μια από αυτές τις απόψεις, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, που η ανάλυσή του δεν ανήκει εδώ. Το θέμα είναι ότι η εκπαίδευση του χορού, παρά τις σχετικές βελτιώσεις, εξακολουθεί να παρουσιάζει προβληματική εικόνα στα χειρότερα της οποίας περιλαμβάνεται η παλιομοδίτικη παιδαγωγική, τα ληγμένα οράματα, οι απαρχαιωμένοι νόμοι, η κρατική αδιαφορία για την ανανέωση και την ενδυνάμωση της παιδείας αυτής, οι ελλείψεις σε χώρους, μαθήματα, γνώση. Στα καλά της σημεία ανήκουν οι προσπάθειες, όπως πάντα, κάποιων ανθρώπων, η ορμή των νέων παιδιών, και η όλο και μεγαλύτερη στήριξη που παρέχει το κοινό στις ελληνικές ομάδες χορού, στους νέους δηλαδή χορευτές και χορογράφους, που την τελευταία δεκαετία, έδωσαν πρωτοφανή λάμψη και αίγλη σε μια τέχνη που παρέμεινε πολύ καιρό στο περιθώριο.
Η εκπαίδευση του χορού στην Ελλάδα τα έχει όλα, όπως μια παράσταση μπαλέτου: ίντριγκα, συκοφαντία, υπονοούμενα, κακογλωσσιές, χαμόγελα, αξιοπρέπεια. Πρακτικά, έχει αμελητέα οικονομικά οφέλη, τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλες τέχνες, ανοργανωσιά, μόνιμους ιδεοληπτικούς σχεδόν φόβους για πιθανά «λάθη» στην κρίση των επιτροπών αξιολόγησης, παρηγοριά στους γονείς που πλήρωσαν την προετοιμασία που δεν απέδωσε, μεγάλους χορευτές που -κατά τεκμήριο- αδικήθηκαν, κουτσομπολιό, χαμηλόφωνες διαμαρτυρίες, υποψίες ατεκμηρίωτες και πανταχού παρούσες για τις Επιτροπές που συστήνει το ΥΠΠΟ, υπόνοιες χρηματισμού, υπόνοιες συμπαθειών, υπόνοιες εύνοιας, υπόνοιες γνωριμιών και «τηλεφωνημάτων» από δυναμικούς συγγενείς που «έχουν τον τρόπο τους», προέδρους και διοικητές οργανισμών, «παράγοντες» ή βουλευτές της εκλογικής περιφέρειας ατάλαντων υποψηφίων χορευτών που διέρχονται όλων των μέσων προκειμένου να κερδηθεί μια θέση σε κάποια Επαγγελματική Σχολή Χορού. Ίσως το κακό να ξεκινάει από τις ερασιτεχνικές σχολές. Τότε που το ροζ μυαλό των γονέων πρωτοφούσκωσε με τη βοήθεια και της χαμογελαστής ιδιοκτήτριας της σχολής, το μυαλό της ήδη παραφουσκωμένης μικρής τους, δίνοντας στην όποια σκέψη του μυαλού της ένα χρώμα επικίνδυνα ροζ, και την πεποίθηση ότι πάνω της εναποτίθεται το μέλλον της τέχνης αυτής.

Αυγή, 2001



Δεν υπάρχουν σχόλια: